27 Αυγ 2017

Οι άριστοι που δεν τιμούμε

Υπάρχουν δύο διαφορετικά θέματα μέσα στην ίδια συζήτηση. Το πρώτο έχει να κάνει με τη διατήρηση ή μη των μαθητικών παρελάσεων. Το δεύτερο με την επιλογή του σημαιοφόρου.

Του Πύρρου Δήμα
Αρσιβαρίστας, τέσσερις φορές ολυμπιονίκης

Εδώ και δεκαετίες έχουμε κατακτήσει το προνόμιο να μην απαιτούμε από τη νεολαία μας την επίδειξη στρατιωτικού πνεύματος. Υπάρχουν πλέον πολύ πιο δημιουργικοί και χρήσιμοι τρόποι για να καμαρώσουμε τα παιδιά μας ως το μέλλον της κοινωνίας μας. Και είναι καλύτερο, από το να τα βλέπουμε σε σειρές με το ίδιο βήμα, να τα παρακολουθούμε απελευθερωμένα και δημιουργικά. Για να τιμήσεις τους αγώνες του έθνους, δεν είναι απαραίτητο να βαδίσεις σαν στρατιώτης. Μπορείς, μαζί με τη μνήμη, να καταθέσεις προσφορά και ιδέες που θα κάνουν καλύτερο αυτόν τον τόπο. Θα ήταν ιδανικό αν στις εθνικές επετείους οι μαθητικές κοινότητες αναλάμβαναν πρωτοβουλίες κοινωνικής προσφοράς ως ένδειξη τιμής προς εκείνους που πρόσφεραν πολύ περισσότερα: τη ζωή τους.

Όμως γνωρίζω ότι στην πατρίδα μας η πλειονότητα της κοινής γνώμης είναι υπέρ των μαθητικών παρελάσεων. Πρόκειται, άλλωστε, για παράδοση. Το υπουργείο Παιδείας αποφάσισε η επιλογή των σημαιοφόρων να γίνεται με κλήρωση. Η σημαία δε θα παραδίδεται στον αριστούχο αλλά στον πιο τυχερό. Αυτό δεν είναι σωστό.



Είχα την τιμή να είμαι δύο φορές σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν επρόκειτο να την αποδεχθώ αν ήταν προϊόν τύχης. Η θέση του σημαιοφόρου είναι, πάνω απ’ όλα, εκείνη του ηγέτη. Στον σημαιοφόρο ανατίθεται η τιμή και η ευθύνη να βαδίσει πρώτος, να προχωρήσει μπροστά. Και υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους γίνεται αυτό. Δεν μπορείς να επιλέξεις τους ηγέτες σου με κλήρωση, αν και, για να είμαι ειλικρινής, καμιά φορά πιστεύω ότι η τύχη θα τα κατάφερνε καλύτερα από εμάς.

Όσο λοιπόν έχουμε παρελάσεις, η σημαία πρέπει να παραδίδεται στον καλύτερο. Μόνο που αυτός δε χρειάζεται να είναι πάντα ο άριστος στους βαθμούς. Υπάρχουν πολλά πεδία αριστείας, δεν είναι μόνο η βαθμολογική επίδοση:
Άριστος είναι ο μαθητής με κινητικά προβλήματα, που έχει στους ώμους μεγαλύτερο βάρος σε σχέση με τους συμμαθητές του.
Άριστος είναι και ο μαθητής που αγωνίζεται με επιτυχία στους αθλητικούς στίβους και ας μην έχει χρόνο για τα μαθήματα.
Άριστος είναι ο μαθητής που την προηγούμενη χρονιά ήταν κάτω από τη βάση και φέτος προσπαθεί αφιερώνοντας πολλαπλάσιο χρόνο στο διάβασμα.
Άριστος είναι και ο μαθητής που οι γονείς του δε μιλούν ελληνικά, που ο ίδιος δε θεωρείται Έλληνας στα χαρτιά, και όμως μιλάει, γράφει και αισθάνεται όπως ένας από εμάς.
Άριστος είναι, ακόμη, και ο μαθητής που μετά το σχολείο πηγαίνει να κάνει μεροκάματο για να στηρίξει την οικογένειά του.
Αλλά και αυτός που διακρίνεται στη μουσική, που χορεύει ή έχει θεατρικό ταλέντο άριστος δεν είναι;

Υπάρχουν πολλοί άριστοι μαθητές μέσα σε κάθε τάξη του ελληνικού σχολείου. Αρκεί φυσικά να συμφωνήσουμε ότι η αριστεία δε μετριέται μόνο με βαθμούς στον έλεγχο.

Ας αρχίσουμε, λοιπόν, να επιλέγουμε τους σημαιοφόρους διαφορετικά. Όχι όμως στην τύχη. Είναι άδικο. Αν κάνουμε κλήρωση, κλείνουμε τα μάτια σε όλα αυτά που πετυχαίνουν καθημερινά τα παιδιά μας. Αν κοιτάξουμε δίπλα μας με άλλο μάτι, θα τους δούμε τους άριστους. Και τότε μπορεί να τους επιλέξουμε μαζί. Τυχεροί θα είμαστε εμείς, όχι οι σημαιοφόροι.

Εκπαίδευση

Η εκτίμηση των συμμαθητών

Με αφορμή τη μεγάλη συζήτηση που άνοιξε για τον σημαιοφόρο, η προσωπική εμπειρία από εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών ίσως μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη

Του Αθανάσιου Έλλις
Δημοσιογράφος, διπλωματικός ανταποκριτής

Δεν είμαι ειδήμων του χώρου της παιδείας, όμως έχω την αίσθηση ότι η επιλογή πρέπει να σηματοδοτεί κάτι ξεχωριστό, κάτι που να αντανακλά αναγνώριση από τους ίδιους τους συμμαθητές. Η επιλογή του σημαιοφόρου να γίνεται με κριτήριο όχι ότι έχει καλύτερους βαθμούς από τους συμμαθητές του, αλλά ότι οι τελευταίοι τον εκτιμούν και τον εμπιστεύονται. Να είναι ο επιλεγείς τρόπον τινά ο καλύτερος πολίτης, με την έννοια του όρου προσαρμοσμένη στη μαθητική κοινότητα, στο τμήμα, στην τάξη, στο σχολείο. Αυτός θα έπρεπε, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να είναι ο σημαιοφόρος. Και αυτός δεν είναι απαραίτητα ο καλύτερος μαθητής.

Να τον επιλέγουν —μέσα από διαδικασίες που πιθανώς θα περιλαμβάνουν κάποιου τύπου ψηφοφορία— οι συμμαθητές του. Κριτήριο να είναι όχι μόνο η αριστεία, η οποία προφανώς και θα αποτελεί σημαντική διάσταση, όχι η ικανότητα απορρόφησης πληροφοριών και απόκτησης γνώσεων, αλλά η εκτίμηση και η αποδοχή από τους συμμαθητές.

Δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, ωστόσο μεγαλύτερη αξία έχει το παιδί, ο μαθητής, ο άνθρωπος που εκπροσωπεί τους συμμαθητές του να διαθέτει την αξιοπιστία, τον σεβασμό, την εμπιστοσύνη των υπόλοιπων μελών της τάξης, του σχολείου, του συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου.

Σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα, από τα οποία μπορεί το δικό μας να αντλήσει χρήσιμα συμπεράσματα, στο τέλος της σχολικής χρονιάς βραβεύεται ο «καλύτερος πολίτης», το παιδί που βοήθησε κάποιον ή κάποιους συμμαθητές του όταν αυτοί αντιμετώπισαν μια αντιξοότητα, βρήκε λύση σε μια δύσκολη κατάσταση —για να μην πάω σε ακραία παραδείγματα, όπου ένα παιδί μπορεί να έσωσε τη ζωή κάποιου άλλου.

Σε αυτό το πνεύμα, όχι μόνο είναι άδικο η επιλογή του παιδιού που θα κρατήσει τη σημαία να γίνεται με κλήρωση, αλλά έτσι χάνεται και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια διδακτική διαδικασία που δε θα αφορά εξετάσεις και βαθμούς αλλά συμπεριφορά.

Γιατί σκοπός του σχολείου δεν είναι να παράγει μόνο μορφωμένους μαθητές, αλλά και σωστούς ανθρώπους και συγκροτημένους πολίτες.

Εκπαίδευση

Η αριστεία ως στόχος

Του Πάσχου Μανδραβέλη
Δημοσιογράφος, πολιτικός σχολιαστής

Η αριστεία είναι ουτοπία. Επί της ουσίας δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί. Ακόμη και όσοι ανακηρύσσονται «άριστοι» επιδέχονται βελτίωση. Και αυτό είναι λογικό: αν μπορούσε να επιτευχθεί η αριστεία, θα είχαμε το τέλος της Ιστορίας. Τίποτε δε θα εξελισσόταν. Από ένα σημείο και μετά όλα —ως «άριστα»— θα έμεναν παγωμένα.

Η αριστεία όμως χρειάζεται ως στόχος. Ασχέτως αν δεν μπορεί να επιτευχθεί, βοηθά ανθρώπους, συστήματα, κοινωνίες να βελτιωθούν, να λύσουν προβλήματα, να αντιμετωπίσουν επιτυχέστερα τις καταστροφές, να αυξήσουν την ευημερία.

Εκπαίδευση

20 Αυγ 2017

Δέκα «μικρά» παιδικά δικαιώματα

Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού (ΟΗΕ/UNICEF, 1959) και η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΟΗΕ, 1989) τριάντα χρόνια αργότερα αφορούν θέματα όπως η προστασία της ζωής των παιδιών, της υγείας τους αλλά και το δικαίωμα που έχουν στην εκπαίδευση.

Πλάι όμως στις μεγάλες αυτές αρχές υπάρχουν και τα «μικρά» δικαιώματα της καθημερινής ζωής, που αφορούν περισσότερο τις οικογένειες. Δικαιώματα που κάθε καλός γονιός πρέπει να σέβεται. Ας δούμε τα κυριότερα από αυτά:

1. Συναισθηματική αποδοχή

Κάθε παιδί έχει ανάγκη να γίνεται αποδεκτό για ό,τι ακριβώς είναι και όχι για ό,τι θέλουν οι άλλοι. Οι ενήλικοι δεν πρέπει να «κατευθύνουν» αυθαίρετα τα παιδιά τους, να τα εξαπατούν και να τα υποχρεώνουν να δεσμεύονται με πράγματα που είναι έξω από τις δυνατότητες και τον χαρακτήρα τους. Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να υποχωρούν στα καπρίτσια τους. Τα παιδιά, γενικά, ξέρουν πως βρίσκονται μέσα στην καρδιά και τη σκέψη των γονιών τους, τους έχουν εμπιστοσύνη και είναι ικανά να αποδέχονται κάποιες παρατηρήσεις όταν τις βλέπουν δίκαιες (συχνά το βλέπουν) και να πειθαρχούν.

2. Ευνοϊκό περιβάλλον

Το περιβάλλον πρέπει να προσφέρει γαλήνη και ηρεμία στα παιδιά. Για να μεγαλώνουν με σιγουριά και θάρρος, για να μπορούν να ικανοποιούν τη φυσική τους περιέργεια, την ανάγκη τους να «εξερευνούν» και να «κοινωνικοποιούνται», πρέπει να μπορούν να συχνάζουν και σε χώρους έξω από το σπίτι: στη γειτονιά, στην πόλη. Επομένως πρέπει όλοι να δεσμεύονται ότι οι γειτονιές, τα σχολεία, τα πάρκα κ.ο.κ. θα είναι πολιτισμένοι χώροι, κατάλληλοι για τα παιδιά.

3. Χώρος για παιχνίδια

Τα παιδιά έχουν ανάγκη την κίνηση όσο και τον αέρα. Τη σημερινή εποχή δεν παίζουν αρκετά σε ανοικτούς χώρους ελεύθερα, μαζί με άλλα παιδιά —ιδίως στις πόλεις. Υπάρχουν βέβαια οι παιδικές χαρές, αλλά τον περισσότερο καιρό τους τον περνούν στο σπίτι, καθισμένα, ακίνητα, πράγμα που τα κάνει ευερέθιστα, νευρικά, ανασφαλή και ιδιότροπα.

4. Το δικαίωμα στο λάθος

Είναι δύσκολο να μάθει κανείς χωρίς να κάνει λάθη. Ένας γονιός φυσικά πρέπει να προστατεύει τα παιδιά του και να μην αφήνει να κάνουν σοβαρά λάθη. Ωστόσο, καλύτερο είναι να τα βοηθάει να μαθαίνουν από τα λάθη τους. Αν, για παράδειγμα, τα παιδιά διαλέγουν «κακές» (κατά τη γνώμη των γονιών) παρέες, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί δε χρησιμεύουν σε τίποτα. Η πιο σωστή αντιμετώπιση είναι να τα βοηθούν, ώστε να αντιλαμβάνονται μόνα τους τα προβλήματα (αν υπάρχουν) και να αξιολογούν πιο σωστά τις παρέες τους. Αυτό προϋποθέτει γονείς διατεθειμένους για διάλογο με τα παιδιά τους.

5. Ανεξαρτησία

Δεν πρέπει να επιχειρούμε να λύνουμε τα προβλήματα που τα παιδιά μπορούν να λύσουν μόνα τους. Πρέπει να τους αφήνουμε τον χρόνο και να τους δίνουμε τις ευκαιρίες να τα κατανοούν και να βρίσκουν τα ίδια λύση. Τα παιδιά που θέλουν να τα βγάζουν πέρα μόνα τους έχουν κατά κανόνα γονείς διατεθειμένους να τα υποστηρίξουν, αν παραστεί ανάγκη, αλλά και που καταλαβαίνουν πότε η στιγμή είναι ακατάλληλη για να επέμβουν. Μπορεί να είναι δύσκολο για έναν γονιό να βλέπει τα παιδιά του να αντιμετωπίζουν απογοητεύσεις, αλλά η επέμβαση σε κάθε περίπτωση δεν τα βοηθάει να μάθουν να αγωνίζονται.

6. Σταθεροί κανόνες

Το να μεγαλώνει ένα παιδί μέσα σε ένα περιβάλλον χωρίς κανόνες σημαίνει πως μεγαλώνει μέσα σε μια ψευδαίσθηση ελευθερίας. Όμως, όταν τα παιδιά δεν έχουν σταθερά σημεία αναφοράς, δεν αποκτούν την ικανότητα να αξιολογούν την πραγματικότητα και να προχωρούν σε καλές επιλογές. Καθώς μεγαλώνουν, βέβαια, οι κανόνες αλλάζουν και τα παιδιά μπορούν να τους αμφισβητούν, αλλά στα πρώτα τους χρόνια η ύπαρξη ορισμένων κανόνων, εναρμονισμένων με την ηλικία τους, είναι πηγή σιγουριάς. Στα παιδιά αρέσει να νιώθουν πως οι γονείς τους μπορούν να ελέγχουν την κατάσταση.

7. Υπευθυνότητα

Από την προσχολική ηλικία ακόμη τα παιδιά πρέπει να συνηθίσουν να κάνουν κάποιες μικρές «δουλειές», ας τις πούμε θελήματα, για να νιώθουν πως είναι χρήσιμα και να αναλαμβάνουν ευθύνες —στα μέτρα τους βέβαια. Είναι ένας τρόπος για να αποκτούν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, να συνηθίζουν στον αλτρουισμό και να νιώθουν πως συμμετέχουν στην οικογενειακή ζωή. Επαναλαμβάνουμε πως όλα αυτά (δουλειές, καθήκοντα, ευθύνες) πρέπει πάντα να είναι στο μέτρο της ηλικίας τους.

8. Ελεύθερος χρόνος

Δεν πρέπει όλος ο χρόνος των παιδιών να είναι προγραμματισμένος. Είναι δικαίωμά τους να έχουν κάποια χόμπι και ενδιαφέροντα ανεξάρτητα από το σχολείο και την οικογένεια. Πρέπει να έχουν ελεύθερο χρόνο, ακόμη και τον χρόνο να μην κάνουν τίποτα, να αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία τους, να αναπαύονται, να αξιολογούν τις εμπειρίες τους. Μόνο αν έχουν τη δυνατότητα να «χάνουν» χρόνο, θα μπορέσουν να γίνουν ενήλικοι ικανοί να βρίσκουν ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά και τη διασκέδαση.

9. Ειλικρινείς απαντήσεις

Αν δεν απαντούμε στις ερωτήσεις τους, τα παιδιά θα πάψουν να μας ρωτάνε. Για να δημιουργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης, πρέπει να είμαστε πάντα διαθέσιμοι για διάλογο. Αν υπάρχει αυτή η διάθεση, το παιδί μπορεί να καταλάβει πως ένας ενήλικος δεν είναι δυνατόν να τα ξέρει όλα και να κατανοήσει πως υπάρχουν στιγμές που ο γονιός μπορεί να μιλήσει και άλλες που είναι προτιμότερο να σιωπήσει.

10. Σεβασμός στις κλίσεις τους

Τα παιδιά έχουν δικαίωμα σε μια αγωγή που θα αναπτύσσει τις κλίσεις και τις δυνατότητές τους (όλα είναι προικισμένα με κάτι). Η εκπαίδευση πρέπει να τους προσφέρει βασικές ικανότητες και, συγχρόνως, την ελευθερία να ανακαλύπτουν τα ενδιαφέροντά τους και να τα αναπτύσσουν. Κάθε παιδί πρέπει να είναι ελεύθερο να ερευνά, να πειραματίζεται και να δραστηριοποιείται με σεβασμό στα όρια και τις δυνατότητές του.

Διαπαιδαγώγηση
ΠΗΓΗ: Ελεθεροτυπία (02.05.2000) / Corriere Salute

18 Αυγ 2017

Σχολικό μπούλινγκ και κοινωνία

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου
Ψυχολόγος, ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια

Ένας μαθητής 12 χρόνων πήγε φέτος (σχολικό έτος 2016/17) σε καινούργιο σχολείο επειδή υπέστη μπούλινγκ. Ο μαθητής, έξυπνος και ικανός, έχει μια δυσκολία στη βάδιση. Αυτό τον κάνει διαφορετικό. Στο νέο του σχολείο δεν υφίσταται μπούλινγκ, δημιουργεί όμως φασαρίες, με τον συνεχή φόβο ότι θα τον κοροϊδέψουν.

Ένας άλλος μαθητής, με σύνδρομο Άσπεργκερ, είναι από τους πιο χαρισματικούς της τάξης. Έχει φυσικά τις δυσκολίες του, αλλά το παλεύει γενναία και διεκδικεί τον τίτλο του καλύτερου μαθητή. Κάποιοι συμμαθητές του τον ενοχλούν, τον πειράζουν, του δημιουργούν προβλήματα. Εκείνος ανταπαντά, γίνεται επιθετικός.

Μια τρίτη μαθήτρια ζει δύσκολα με τη μητέρα της. Σε κακή οικονομική κατάσταση, εγκαταλελειμμένη από πατέρα, δυσκολεύεται στην κοινωνικοποίηση. Τα κορίτσια δεν την κάνουν παρέα, γιατί η φαντασία της είναι αχαλίνωτη και γιατί δεν της αρέσει να χάνει. Είναι όμως ένα υπέροχα συγκινητικό πλάσμα, με φοβερές ικανότητες και με μια μητέρα που δίνει μάχες κυριολεκτικής επιβίωσης.

Και για τα τρία αυτά παιδιά έχουν έρθει συστάσεις γονέων να φύγουν από το σχολείο όπου φοιτούν. Και για τις τρεις —αλλά και για άλλες εκατόν τρεις— περιπτώσεις υπάρχουν γονείς που ζητούν από κάποιον δάσκαλο ή κάποιον διευθυντή να απομακρυνθούν τέτοια παιδιά από τα παιδιά τους, γιατί δημιουργούν προβλήματα στα «αγγελούδια» τους. Γιατί είναι επιθετικά, είναι δύσκολα, είναι «περίεργα». Είναι διαφορετικά. Λες και η λέξη «διαφορετικός» είναι αρρώστια ή λες και δεν είμαστε όλοι με έναν τρόπο διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο —αλλά και τόσο όμοιοι.

Αναρωτιέμαι πλέον πολύ συχνά τι σημαίνει μπούλινγκ στα σχολεία. Τι είναι αυτό που ενδιαφέρει τόσο πολύ τους γονείς, με τέτοια μανία, ώστε να είναι το πρώτο πράγμα που μου ζητούν να μιλήσουμε (φαντάζομαι αυτό ισχύει για όλους τους ψυχολόγους του εκπαιδευτικού συστήματος). Τι είναι το μπούλινγκ; Ποιοι κάνουν μπούλινγκ; Ποιοι το υφίστανται; Γιατί το μπούλινγκ αφορά μόνο τα σχολεία και όχι όλη την κοινωνία και, κυρίως, τις οικογενειακές σχέσεις, τις επαγγελματικές σχέσεις, τις σχέσεις μας γενικά με τους άλλους ανθρώπους;

Τι είναι το μπούλινγκ, αν δεν είναι η απαίτηση ή η φαντασίωση μερικών να συναγελάζονται μόνο με ομοίους τους ή «κανονικούς»; Τι είναι το μπούλινγκ, αν δεν είναι η απώλεια του ελέους, αυτού του μαλακτικού για την ψυχή και για την κοινωνία;

Οι έρευνες αποδεικνύουν συνεχώς την επικράτηση του αριστερού ημισφαιρίου στον δυτικό κόσμο. Το δεξί ημισφαίριο, της συναισθηματικότητας, της φροντίδας, του ανοίγματος των ορίων του εαυτού, καθώς και της αποδοχής, δείχνει να δίνει τη θέση του στις ταχύτατες, εκ του μακρόθεν, συναλλαγές. Οι άνθρωποι δυσκολεύονται με τα συναισθήματά τους και κυρίως με την ετερότητα, τη διαφορετικότητα. Διαφορετικό, ωστόσο, δεν είναι μόνο το χρώμα, το ύψος, το βάρος· δεν είναι μόνο η εκ γενετής έλλειψη, δυσκολία ή διαφοροποίηση στον ψυχισμό, στο σώμα ή στην ανάπτυξη. Διαφορετικό είναι και το ταλέντο, η υψηλή νοημοσύνη, οι πολλαπλές ικανότητες, το χάρισμα, η ένταση, το πάθος.

Κάθε φορά που συναντάμε κάποιον διαφορετικό νιώθουμε την ανάγκη να φέρουμε τον εαυτό μας στο κέντρο της σύγκρισης. Εάν ο άλλος υπολείπεται, τότε αισθανόμαστε γενναιόδωροι και φιλεύσπλαχνοι στην παντοδυναμία μας. Μόλις όμως ο άλλος είναι καλύτερος, γιγαντώνονται σε τούτη τη χώρα ο φθόνος και η καταστροφή. Το ζήτημα είναι να κατορθώσουμε να αντέξουμε τον άλλο χωρίς να είμαστε εμείς το κέντρο. Να αντέξουμε να σκεφτούμε για αυτόν, να τον φροντίσουμε, να ανοίξουμε έναν χώρο ύπαρξης για εκείνον, να μείνουμε εμείς στη θέση μας και εκείνος στη δική του. Να αποδεχτούμε επιτέλους ότι ο άλλος είναι ένας άλλος και εμείς είμαστε εμείς. Να αναζητήσουμε επ’ ευκαιρία και ποιοι είμαστε εμείς.

Τα σχολεία δεν κινδυνεύουν από το μπούλινγκ των παιδιών. Η κοινωνία ολόκληρη κινδυνεύει από το μεγάλο αλλά ρημαγμένο Εγώ του καθενός από εμάς, που περνάει από κρησάρα το καθετί μέσα από το πρίσμα τού «πώς το βλέπω εγώ». Αν αντέξουμε να μην είμαστε οι μόνοι και οι πιο σημαντικοί, τότε θα μπορέσουμε επιτέλους να αποδεχθούμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε όλα, ότι ο δρόμος προς την αυτοπραγμάτωση είναι δύσβατος, ότι η επιθετικότητα δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα, αρκεί να αντέξουμε να δώσουμε ένα νόημα στο γιατί και στο ποιος. Κυρίως να δούμε με ορθάνοιχτα μάτια ότι οι πιο επιθετικοί είμαστε εμείς, που ενώ φαντασιωνόμαστε ότι φροντίζουμε καλά τον κήπο μας, μπολιάζουμε τα φυτά μας με αγκάθια, κρατώντας και μια καραμπίνα για όποιο σκαθάρι τολμήσει να ακουμπήσει στο δέντρο μας.

Σχολική βία

8 Αυγ 2017

Αγάπα, παιδί μου, το βιβλίο

Συγγραφείς παιδικών βιβλίων μιλούν για το πώς δημιουργούνται μικροί αναγνώστες

Η αγάπη των Ελλήνων για τα βιβλία είναι ένα ποτήρι άλλοτε μισοάδειο, άλλοτε μισογεμάτο. Η μόνη ελπίδα να το απογεμίσουμε με φρέσκο νεράκι είναι να κατορθώσουμε να εμφυσήσουμε στα μικρά παιδιά τη βιβλιοφιλία. Δύσκολο εγχείρημα ομολογουμένως την εποχή των πολλαπλών και καταιγιστικών ερεθισμάτων, που την προσοχή των μικρών παιδιών διεκδικούν καθημερινά η τηλεόραση, ο υπολογιστής και το τάμπλετ, και ο ελεύθερος χρόνος τους μοιράζεται ανάμεσα σε χρονοβόρες μετακινήσεις και αναρίθμητες εξωσχολικές δραστηριότητες και μαθήματα. Μπορούμε και πώς να μάθουμε τα παιδιά να αγαπούν τα βιβλία;



Απευθύναμε την ερώτηση σε μερικούς από τους πιο αγαπητούς συγγραφείς παιδικών αναγνωσμάτων. «Μπορούμε να τους διαβάζουμε βιβλία, να παίζουμε με βιβλία, να κυνηγάμε εκδηλώσεις βιβλίου, να σκορπάμε βιβλία στον χώρο όπου μεγαλώνουν και να περιμένουμε ώσπου η περιέργειά τους να τα κάνει να ξεφυλλίσουν μερικά από αυτά», ήταν η συμβουλή του Αντώνη Παπαθεοδούλου. Ο Φίλιππος Μανδηλαράς μάς πρότεινε «από μικρή ηλικία να παίρνουμε τα παιδιά μαζί μας στο βιβλιοπωλείο, να τους δείχνουμε αυτόν τον χώρο-τέμενος για τα βιβλία κι εκεί να τους μαθαίνουμε πώς διαλέγουμε ένα βιβλίο, ότι κοιτάμε την ιστορία, το οπισθόφυλλο κλπ. Το παιδί έτσι θα αγαπήσει σταδιακά το βιβλίο, θα επιλέγει μόνο του και κάπως έτσι θα αποκτήσει αναγνωστική συνείδηση».

Όλοι οι συγγραφείς συμφωνούν ότι ο ρόλος του γονιού είναι καθοριστικός: «Να αφήνουμε τα παιδιά να διαλέγουν. Να διαβάζουμε συχνά μαζί, δυνατά», προτρέπει η Ελένη Ανδρεάδη, ενώ ο Ευγένιος Τριβιζάς παροτρύνει τους γονείς να επιλέγουν παιδικά βιβλία που και οι ίδιοι απολαμβάνουν και στέκεται, επίσης, στη συνύπαρξη παιδιού και γονιού πάνω από ένα βιβλίο: «Η έννοια της “συναπόλαυσης” είναι καθοριστική. Αν οι γονείς διαβάζουν στο παιδί μια ιστορία που αφήνει τους ίδιους αδιάφορους, εκείνο το διαισθάνεται και αντιδρά ανάλογα. Αν όμως διασκεδάζουν οι ίδιοι με την όλη διαδικασία, τότε είναι πολύ πιο πιθανό να μεταδώσουν στο παιδί την αγάπη για το διάβασμα». Φυσικά, πολύ σημαντικό είναι να αγαπούν οι ίδιοι οι γονείς τα βιβλία και να τους βλέπουν τα παιδιά να διαβάζουν και να αντλούν απόλαυση από αυτά.

Ο ρόλος του σχολείου

Ποιος όμως είναι ο ρόλος του σχολείου σε όλη αυτή την προσπάθεια; Η Καλλιόπη Κύρδη είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας, υπεύθυνη Πολιτιστικών Θεμάτων στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α΄ Αθήνας: «Το σχολείο μπορεί να δημιουργήσει κίνητρα για ανάγνωση όπως δραστηριότητες με μορφή παιχνιδιού που εμπλέκουν βιβλία, ώρα ανάγνωσης όπου δάσκαλος και παιδιά επιλέγουν και διαβάζουν βιβλία, αναπάντεχες γωνιές του σχολείου όπου μπορεί να γίνει μια ατμοσφαιρική ανάγνωση, προτάσεις για βιβλία που συνδέονται με τα ενδιαφέροντα κάθε παιδιού, υποστήριξη των επιλογών τους, χρόνος για να μιλήσουν για τα βιβλία που διαβάζουν».

Εμπιστοσύνη στη δουλειά που μπορεί να κάνει το σχολείο στη διαμόρφωση μικρών —και μεγάλων— βιβλιοφάγων δείχνει και η Άλκη Ζέη, που μας εξομολογήθηκε ότι «η πείρα μου από τις επισκέψεις στα σχολεία της Ελλάδας μού έδειξε ότι διαβάζουν εκείνα τα παιδιά που ο δάσκαλός τους έχει πάθος με τα βιβλία και βρίσκει χίλιους δυο τρόπους να τα κάνει να διαβάσουν. Αρχίζει να διαβάζει ένα βιβλίο με υπέροχο τρόπο και ξαφνικά σταματά και λέει “η συνέχεια αύριο” ή τους προτείνει να “παίξουν” το βιβλίο, να υποδυθούν τους ήρωες. Εγώ θυμάμαι, όταν ήμουν μικρό παιδί, έπαιζα με την αδερφή μου τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα, για παράδειγμα τον “Τρελαντώνη”. Εγώ έκανα την Πουλουδιά και η αδερφή μου τον Τρελαντώνη».

Ο Ευγένιος Τριβιζάς, αντίθετα, πιστεύει ότι ο ρόλος του σχολείου είναι «καταστροφικός»: «Μεγάλο μέρος των σχολικών βιβλίων είναι βαρετά, κουραστικά έως και απωθητικά. Ταλανίζουν τόσο τα παιδιά, ώστε μέσα από μια διαδικασία γενίκευσης εξηρτημένων αντανακλαστικών αισθάνονται στην υπόλοιπη ζωή τους απέχθεια για οποιοδήποτε έντυπο, με την εξαίρεση ίσως των καρνέ επιταγών».

Τι λένε οι συγγραφείς για το καλό παιδικό βιβλίο

Το παιδί ψάχνει να βρει τον εαυτό του στο βιβλίο. Αν ο ήρωας είναι πραγματικό παιδί, τον αγαπά και διαβάζει το βιβλίο.

Προσπαθώ, όταν γράφω για ένα παιδί 10 χρονών, εκείνη την ώρα να γίνομαι αυτό το παιδί.
— Άλκη Ζέη

Είναι αυτό που κάνει το παιδί να ταξιδεύει σε έναν νέο κόσμο, είναι σαν να μπαίνει σε ένα καράβι και να ταξιδεύει στη θάλασσα.
— Φίλιππος Μανδηλαράς

Ένα καλό παιδικό βιβλίο πρέπει να αφηγείται κάτι νέο και πρωτότυπο ή κάτι γνωστό και ειπωμένο αλλά με έναν ολότελα νέο τρόπο. Πρέπει να τιμά τα παιδιά και να μην τα θεωρεί εύκολο κοινό. Να σέβεται το εύπλαστο της ηλικίας τους και τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της. Να σέβεται το δικαίωμα των παιδιών για ένα αισιόδοξο τέλος όσο δύσκολο κι αν είναι το θέμα του. Και να «διδάσκει» περισσότερα στον πρωταγωνιστή μέσα από την ιστορία και λιγότερα απευθείας στον αναγνώστη.
— Αντώνης Παπαθεοδούλου

Αν εμείς, ως έμπειροι αναγνώστες, χαρούμε με την ανάγνωση ενός βιβλίου για παιδιά, χαμογελάσουμε, νιώσουμε αγωνία, συμπάσχουμε με τους ήρωες, χαθούμε στην εικονογράφηση, δηλαδή αν το απολαύσουμε, τότε είναι ένα καλό παιδικό βιβλίο.
— Καλλιόπη Κύρδη

Θα δανειστώ από τον παιδικό συγγραφέα Άνταμ Γκίντγουιτς. Αν ένα παιδί διαβάσει όλο το βιβλίο, το κλείσει και το κρατήσει σφικτά στην αγκαλιά του λέγοντας «αγαπώ αυτό το βιβλίο», τότε είναι ένα καλό βιβλίο.
— Ελένη Ανδρεάδη

Να γοητεύει και να διασκεδάζει το παιδί, να διευρύνει τους δημιουργικούς του ορίζοντες και να καλλιεργεί τη φαντασία του.
— Ευγένιος Τριβιζάς

Λογοτεχνία – ΦιλαναγνωσίαΣχολικά μαθήματα

6 Αυγ 2017

Το πορνό καθορίζει την ανδρική συμπεριφορά

Σε όσο μικρότερη ηλικία έρχεται ένα αγόρι σε επαφή με την πορνογραφία, συνήθως πλέον μέσω του διαδικτύου, τόσο περισσότερο θα έχει αργότερα την τάση να κυριαρχεί πάνω στις γυναίκες ως «μάτσο» άνδρας (ή μάλλον έτσι να νομίζει...). Όταν ο νέος εκτίθεται για πρώτη φορά στην πορνογραφία σε μεγαλύτερη ηλικία, τότε έχει μεγαλύτερη τάση να συμπεριφέρεται σαν ερωτύλος πλεϊμπόι και να είναι σεξουαλικά ασυγκράτητος. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας αμερικανικής επιστημονικής έρευνας, η οποία συσχέτισε την ηλικία της πρώτης «συνάντησης» με την πορνογραφία και τις κατοπινές σεξιστικές τάσεις ενός άνδρα. Το βασικό συμπέρασμα: η πορνογραφία έχει πραγματική επίπτωση στο μυαλό, στο συναίσθημα και στις σχέσεις των ανδρών.

Οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Νεμπράσκα, με επικεφαλής την Αλίσα Μπίσμαν, έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε ψυχολογικό συνέδριο στην Ουάσιγκτον. Στην έρευνά τους μελέτησαν 330 άνδρες 17 έως 54 ετών. Η μέση ηλικία της πρώτης επαφής με την πορνογραφία ήταν τα 13, η νεότερη τα 5 (!) και η μεγαλύτερη τα 26. Οι συμμετέχοντες (σχεδόν όλοι ετεροφυλόφιλοι) απάντησαν σε αναλυτικό ερωτηματολόγιο για τις απόψεις τους σε σχέση με το σεξ και τις σχέσεις με το άλλο φύλο. Διαπιστώθηκε ότι:
Όσοι είχαν έρθει σε επαφή με το πορνό από πολύ μικροί συμφωνούσαν με απόψεις του τύπου «τα πράγματα είναι καλύτερα όταν οι άνδρες έχουν το πάνω χέρι σε σχέση με τις γυναίκες».
Όταν η επαφή με το πορνό είχε γίνει με καθυστέρηση, οι άνδρες, περιέργως, έτειναν να αλλάζουν συχνά συντρόφους και να το «παίζουν» πλεϊμπόι.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι άνδρες που έχουν δει πολύ πορνό συχνά δεν ευχαριστιούνται το πραγματικό σεξ και έχουν μεγαλύτερο άγχος απόδοσης στο κρεβάτι με τη σύντροφό τους. Όσοι έχουν δει λιγότερο πορνό τείνουν να απολαμβάνουν περισσότερο το σεξ στην πραγματική ζωή.

Η μελέτη, εξάλλου, διαπίστωσε ότι τα περισσότερα παιδιά έρχονται σε επαφή με την πορνογραφία τυχαία (44%) και όχι επειδή την αναζήτησαν επί τούτου (33%) ή επειδή κάποιος τους υποχρέωσε να τη δουν (17%).

Δείτε στη συνέχεια


Σεξουαλική Αγωγή

Παγκόσμιες ικανότητες

Της Τάνιας Γεωργιοπούλου
Δημοσιογράφος

Τα παιδιά του 21ου αιώνα θα αλλάξουν στη ζωή τους επτά επαγγέλματα, τα τρία από τα οποία δεν υπάρχουν ακόμη. Θα επικοινωνούν και θα συνεργάζονται πάνω σε συγκεκριμένα πρότζεκτ με ανθρώπους από κάθε γωνιά του πλανήτη, τους οποίους θα συναντούν στην... οθόνη του υπολογιστή τους. Τα παιδιά του 21ου αιώνα θα βρεθούν σε έναν άλλο κόσμο όσον αφορά την εργασία, που ούτε να φανταστούμε μπορούμε και βέβαια σε καμία περίπτωση δεν ξέρουμε τις νέες παραμέτρους του. Το σίγουρο είναι ότι δε θα έχουν σημασία μόνο αυτά που ξέρεις, αφού η πρόσβαση στην πληροφορία γίνεται ολοένα και πιο εύκολη για ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, αλλά κυρίως τι μπορείς να κάνεις με αυτά που ξέρεις, πώς μπορείς να τα αξιοποιήσεις. Χρειάζονται, επομένως, «παγκόσμιες ικανότητες».

Η δυνατότητα προσαρμογής σε διαφορετικά περιβάλλοντα, η ικανότητα συνεργασίας με κοινό στόχο, η επίλυση δύσκολων προβλημάτων με διαφορετικούς τρόπους, η ικανότητα να μεταβάλλεις τον εαυτό σου σχεδόν ταυτόχρονα με τον κόσμο είναι πια προαπαιτούμενα. Δύσκολα πράγματα, βεβαίως, αλλά και συναρπαστικά συνάμα. Την ίδια στιγμή οι αλλαγές που προωθούνται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δε λαμβάνουν καθόλου υπόψη την πραγματικότητα ή, ακόμη χειρότερα, τη χλευάζουν και την απαξιώνουν, κρίνοντάς τη μάλιστα με ιδεοληπτικούς όρους. Σαν να γίνεται να σταματήσεις τη χρήση του διαδικτύου, επειδή μπορεί να χρησιμοποιείται για την προώθηση του καπιταλισμού.

Πολλές φορές οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν έχουν καν τόσο «βαθιά» κίνητρα· βασίζονται σε ένα οφθαλμοφανές κυνικό κομματικό πάρε δώσε: Το προνήπιο, για παράδειγμα, θα ενταχθεί στην υποχρεωτική εκπαίδευση, ώστε να προσληφθούν περισσότεροι εκπαιδευτικοί· τα Θρησκευτικά θα μείνουν γιατί δε συμφέρει πολιτικά να συγκρουστείς με την Εκκλησία· το άσυλο στα πανεπιστήμια θα επανέλθει για να ηρεμήσουν οι αριστεριστές...

Αρκεί ένα απλό «γκουγκλάρισμα» για να βρεθεί κανείς στον εκπαιδευτικό κόσμο της φαντασίας και της αλλαγής σε πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη. Φοβάμαι την ώρα που θα με ρωτήσει το παιδί μου για ποιον λόγο υποχρεώθηκε να μάθει μέσα σε μια ιδεοληπτική, μίζερη και απόλυτα βαρετή εκπαιδευτική πραγματικότητα, όταν στον κόσμο συμβαίνουν τόσα συναρπαστικά και ενδιαφέροντα πράγματα.

Εκπαίδευση

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα