8 Σεπ 2017

Αγαπώ σημαίνει και στερώ

Οι υπερβολές των γονέων δημιουργούν ενήλικες με συμπεριφορά παιδιού σε πολλές πτυχές της ζωής τους

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου
Ψυχολόγος, ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια

Στην εποχή μας οι γονείς προσπαθούν συνεχώς να μη λείψει τίποτα στα παιδιά τους. Ιδίως οι γονείς των σημερινών τριαντάρηδων και σαραντάρηδων είναι άνθρωποι που πάλεψαν πολύ για να μη μεγαλώσουν τα παιδιά τους με τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν εκείνοι ή οι δικοί τους γονείς. Το αποτέλεσμα είναι πολλές φορές να φτάνουμε στο άλλο άκρο: να βρισκόμαστε, ως κοινωνία, αντιμέτωποι με συμπεριφορές ενηλίκων που δε μοιάζουν με ενήλικες· ή να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τη δυσκολία μας να μπούμε σε καταστάσεις που ζορίζουν, όπως είναι μια απαιτητική δουλειά χωρίς δίχτυ ασφαλείας, το μεγάλωμα των παιδιών, ο γάμος, η ανάληψη των οικονομικών υποχρεώσεων εξ ολοκλήρου.

Πολλοί αποδίδουν αυτές τις δυσκολίες στην «κρίση». Αυτό φαινομενικά είναι σωστό, όχι όμως κατά βάθος, διότι θα μπορούσαμε να πούμε ότι και η κρίση από αυτό δημιουργήθηκε. Φτάσαμε δηλαδή σε αυτήν, επειδή δεν αναλάβαμε ποτέ εξ ολοκλήρου τις ευθύνες μας.

Σκέφτομαι ότι αν θέλουμε να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, οφείλουμε να είμαστε κοντά τους ψυχικά, αλλά να τους στερήσουμε τα περιττά: τις πολλές ανέσεις, τις περιττές φροντίδες, το να είμαστε πάντα εκεί γι’ αυτά —ιδίως από μια ηλικία και μετά. Να τα κάνουμε να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είμαστε παντοδύναμοι, ότι και εκείνα είναι ικανά για πολλά πράγματα. Να τους δείξουμε την πραγματικότητα.

Όταν έχουμε φτιάξει ένα πλαίσιο ψυχικής προσφοράς και συναισθηματικής αλήθειας, τότε σταδιακά μπορούμε να στερήσουμε από τον άλλο ό,τι θα του κάνει κακό. Ό,τι θα τον κάνει εξαρτημένο, στάσιμο, αδύναμο. Αγαπώ δε σημαίνει μόνο δίνω. Σημαίνει και αφαιρώ. Η σχέση θέλει μικρές δόσεις ουσίας αλλά και μικρές δόσεις απουσίας, για να μπορέσει ο άλλος να βρει τον εαυτό του, τις δυνάμεις του. Καμιά φορά η αδιαφορία, σε κατάλληλες ηλικίες, είναι πιο κινητήρια και σωτήρια, γιατί σε μικρές δόσεις παράγει θυμό και ενεργοποίηση. Το σίγουρο είναι ότι κάθε σχέση, γονεϊκή και άλλη, θέλει σκέψη. Σκέψη για το ποιοι είμαστε εμείς που δίνουμε και τι παίρνουμε τελικά με το να μην πατά ο άλλος στα πόδια του, με το να μη διαφοροποιείται.

Η ενηλικίωση είναι μια επίπονη αλλά ουσιαστική διαδικασία. Η σχέση, ο γάμος, η γονεϊκότητα, η φιλία, οι σπουδές και η εργασία θέλουν κυρίως κόπο, συστηματικότητα και πειθαρχία. Όμως, τελικά, αυτός είναι ο μόνος δρόμος για την εξέλιξη, ψυχική και κοινωνική.

Διαπαιδαγώγηση

27 Αυγ 2017

Οι άριστοι που δεν τιμούμε

Υπάρχουν δύο διαφορετικά θέματα μέσα στην ίδια συζήτηση. Το πρώτο έχει να κάνει με τη διατήρηση ή μη των μαθητικών παρελάσεων. Το δεύτερο με την επιλογή του σημαιοφόρου.

Του Πύρρου Δήμα
Αρσιβαρίστας, τέσσερις φορές ολυμπιονίκης

Εδώ και δεκαετίες έχουμε κατακτήσει το προνόμιο να μην απαιτούμε από τη νεολαία μας την επίδειξη στρατιωτικού πνεύματος. Υπάρχουν πλέον πολύ πιο δημιουργικοί και χρήσιμοι τρόποι για να καμαρώσουμε τα παιδιά μας ως το μέλλον της κοινωνίας μας. Και είναι καλύτερο, από το να τα βλέπουμε σε σειρές με το ίδιο βήμα, να τα παρακολουθούμε απελευθερωμένα και δημιουργικά. Για να τιμήσεις τους αγώνες του έθνους, δεν είναι απαραίτητο να βαδίσεις σαν στρατιώτης. Μπορείς, μαζί με τη μνήμη, να καταθέσεις προσφορά και ιδέες που θα κάνουν καλύτερο αυτόν τον τόπο. Θα ήταν ιδανικό αν στις εθνικές επετείους οι μαθητικές κοινότητες αναλάμβαναν πρωτοβουλίες κοινωνικής προσφοράς ως ένδειξη τιμής προς εκείνους που πρόσφεραν πολύ περισσότερα: τη ζωή τους.

Όμως γνωρίζω ότι στην πατρίδα μας η πλειονότητα της κοινής γνώμης είναι υπέρ των μαθητικών παρελάσεων. Πρόκειται, άλλωστε, για παράδοση. Το υπουργείο Παιδείας αποφάσισε η επιλογή των σημαιοφόρων να γίνεται με κλήρωση. Η σημαία δε θα παραδίδεται στον αριστούχο αλλά στον πιο τυχερό. Αυτό δεν είναι σωστό.



Είχα την τιμή να είμαι δύο φορές σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας σε Ολυμπιακούς Αγώνες. Δεν επρόκειτο να την αποδεχθώ αν ήταν προϊόν τύχης. Η θέση του σημαιοφόρου είναι, πάνω απ’ όλα, εκείνη του ηγέτη. Στον σημαιοφόρο ανατίθεται η τιμή και η ευθύνη να βαδίσει πρώτος, να προχωρήσει μπροστά. Και υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους γίνεται αυτό. Δεν μπορείς να επιλέξεις τους ηγέτες σου με κλήρωση, αν και, για να είμαι ειλικρινής, καμιά φορά πιστεύω ότι η τύχη θα τα κατάφερνε καλύτερα από εμάς.

Όσο λοιπόν έχουμε παρελάσεις, η σημαία πρέπει να παραδίδεται στον καλύτερο. Μόνο που αυτός δε χρειάζεται να είναι πάντα ο άριστος στους βαθμούς. Υπάρχουν πολλά πεδία αριστείας, δεν είναι μόνο η βαθμολογική επίδοση:
Άριστος είναι ο μαθητής με κινητικά προβλήματα, που έχει στους ώμους μεγαλύτερο βάρος σε σχέση με τους συμμαθητές του.
Άριστος είναι και ο μαθητής που αγωνίζεται με επιτυχία στους αθλητικούς στίβους και ας μην έχει χρόνο για τα μαθήματα.
Άριστος είναι ο μαθητής που την προηγούμενη χρονιά ήταν κάτω από τη βάση και φέτος προσπαθεί αφιερώνοντας πολλαπλάσιο χρόνο στο διάβασμα.
Άριστος είναι και ο μαθητής που οι γονείς του δε μιλούν ελληνικά, που ο ίδιος δε θεωρείται Έλληνας στα χαρτιά, και όμως μιλάει, γράφει και αισθάνεται όπως ένας από εμάς.
Άριστος είναι, ακόμη, και ο μαθητής που μετά το σχολείο πηγαίνει να κάνει μεροκάματο για να στηρίξει την οικογένειά του.
Αλλά και αυτός που διακρίνεται στη μουσική, που χορεύει ή έχει θεατρικό ταλέντο άριστος δεν είναι;

Υπάρχουν πολλοί άριστοι μαθητές μέσα σε κάθε τάξη του ελληνικού σχολείου. Αρκεί φυσικά να συμφωνήσουμε ότι η αριστεία δε μετριέται μόνο με βαθμούς στον έλεγχο.

Ας αρχίσουμε, λοιπόν, να επιλέγουμε τους σημαιοφόρους διαφορετικά. Όχι όμως στην τύχη. Είναι άδικο. Αν κάνουμε κλήρωση, κλείνουμε τα μάτια σε όλα αυτά που πετυχαίνουν καθημερινά τα παιδιά μας. Αν κοιτάξουμε δίπλα μας με άλλο μάτι, θα τους δούμε τους άριστους. Και τότε μπορεί να τους επιλέξουμε μαζί. Τυχεροί θα είμαστε εμείς, όχι οι σημαιοφόροι.

Εκπαίδευση

Η εκτίμηση των συμμαθητών

Με αφορμή τη μεγάλη συζήτηση που άνοιξε για τον σημαιοφόρο, η προσωπική εμπειρία από εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών ίσως μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη

Του Αθανάσιου Έλλις
Δημοσιογράφος, διπλωματικός ανταποκριτής

Δεν είμαι ειδήμων του χώρου της παιδείας, όμως έχω την αίσθηση ότι η επιλογή πρέπει να σηματοδοτεί κάτι ξεχωριστό, κάτι που να αντανακλά αναγνώριση από τους ίδιους τους συμμαθητές. Η επιλογή του σημαιοφόρου να γίνεται με κριτήριο όχι ότι έχει καλύτερους βαθμούς από τους συμμαθητές του, αλλά ότι οι τελευταίοι τον εκτιμούν και τον εμπιστεύονται. Να είναι ο επιλεγείς τρόπον τινά ο καλύτερος πολίτης, με την έννοια του όρου προσαρμοσμένη στη μαθητική κοινότητα, στο τμήμα, στην τάξη, στο σχολείο. Αυτός θα έπρεπε, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να είναι ο σημαιοφόρος. Και αυτός δεν είναι απαραίτητα ο καλύτερος μαθητής.

Να τον επιλέγουν —μέσα από διαδικασίες που πιθανώς θα περιλαμβάνουν κάποιου τύπου ψηφοφορία— οι συμμαθητές του. Κριτήριο να είναι όχι μόνο η αριστεία, η οποία προφανώς και θα αποτελεί σημαντική διάσταση, όχι η ικανότητα απορρόφησης πληροφοριών και απόκτησης γνώσεων, αλλά η εκτίμηση και η αποδοχή από τους συμμαθητές.

Δεν μπορεί και δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς τις ακαδημαϊκές επιδόσεις, ωστόσο μεγαλύτερη αξία έχει το παιδί, ο μαθητής, ο άνθρωπος που εκπροσωπεί τους συμμαθητές του να διαθέτει την αξιοπιστία, τον σεβασμό, την εμπιστοσύνη των υπόλοιπων μελών της τάξης, του σχολείου, του συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου.

Σε άλλα εκπαιδευτικά συστήματα, από τα οποία μπορεί το δικό μας να αντλήσει χρήσιμα συμπεράσματα, στο τέλος της σχολικής χρονιάς βραβεύεται ο «καλύτερος πολίτης», το παιδί που βοήθησε κάποιον ή κάποιους συμμαθητές του όταν αυτοί αντιμετώπισαν μια αντιξοότητα, βρήκε λύση σε μια δύσκολη κατάσταση —για να μην πάω σε ακραία παραδείγματα, όπου ένα παιδί μπορεί να έσωσε τη ζωή κάποιου άλλου.

Σε αυτό το πνεύμα, όχι μόνο είναι άδικο η επιλογή του παιδιού που θα κρατήσει τη σημαία να γίνεται με κλήρωση, αλλά έτσι χάνεται και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια διδακτική διαδικασία που δε θα αφορά εξετάσεις και βαθμούς αλλά συμπεριφορά.

Γιατί σκοπός του σχολείου δεν είναι να παράγει μόνο μορφωμένους μαθητές, αλλά και σωστούς ανθρώπους και συγκροτημένους πολίτες.

Εκπαίδευση

Η αριστεία ως στόχος

Του Πάσχου Μανδραβέλη
Δημοσιογράφος, πολιτικός σχολιαστής

Η αριστεία είναι ουτοπία. Επί της ουσίας δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί. Ακόμη και όσοι ανακηρύσσονται «άριστοι» επιδέχονται βελτίωση. Και αυτό είναι λογικό: αν μπορούσε να επιτευχθεί η αριστεία, θα είχαμε το τέλος της Ιστορίας. Τίποτε δε θα εξελισσόταν. Από ένα σημείο και μετά όλα —ως «άριστα»— θα έμεναν παγωμένα.

Η αριστεία όμως χρειάζεται ως στόχος. Ασχέτως αν δεν μπορεί να επιτευχθεί, βοηθά ανθρώπους, συστήματα, κοινωνίες να βελτιωθούν, να λύσουν προβλήματα, να αντιμετωπίσουν επιτυχέστερα τις καταστροφές, να αυξήσουν την ευημερία.

Εκπαίδευση

20 Αυγ 2017

Δέκα «μικρά» παιδικά δικαιώματα

Η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Παιδιού (ΟΗΕ/UNICEF, 1959) και η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΟΗΕ, 1989) τριάντα χρόνια αργότερα αφορούν θέματα όπως η προστασία της ζωής των παιδιών, της υγείας τους αλλά και το δικαίωμα που έχουν στην εκπαίδευση.

Πλάι όμως στις μεγάλες αυτές αρχές υπάρχουν και τα «μικρά» δικαιώματα της καθημερινής ζωής, που αφορούν περισσότερο τις οικογένειες. Δικαιώματα που κάθε καλός γονιός πρέπει να σέβεται. Ας δούμε τα κυριότερα από αυτά:

1. Συναισθηματική αποδοχή

Κάθε παιδί έχει ανάγκη να γίνεται αποδεκτό για ό,τι ακριβώς είναι και όχι για ό,τι θέλουν οι άλλοι. Οι ενήλικοι δεν πρέπει να «κατευθύνουν» αυθαίρετα τα παιδιά τους, να τα εξαπατούν και να τα υποχρεώνουν να δεσμεύονται με πράγματα που είναι έξω από τις δυνατότητες και τον χαρακτήρα τους. Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να υποχωρούν στα καπρίτσια τους. Τα παιδιά, γενικά, ξέρουν πως βρίσκονται μέσα στην καρδιά και τη σκέψη των γονιών τους, τους έχουν εμπιστοσύνη και είναι ικανά να αποδέχονται κάποιες παρατηρήσεις όταν τις βλέπουν δίκαιες (συχνά το βλέπουν) και να πειθαρχούν.

2. Ευνοϊκό περιβάλλον

Το περιβάλλον πρέπει να προσφέρει γαλήνη και ηρεμία στα παιδιά. Για να μεγαλώνουν με σιγουριά και θάρρος, για να μπορούν να ικανοποιούν τη φυσική τους περιέργεια, την ανάγκη τους να «εξερευνούν» και να «κοινωνικοποιούνται», πρέπει να μπορούν να συχνάζουν και σε χώρους έξω από το σπίτι: στη γειτονιά, στην πόλη. Επομένως πρέπει όλοι να δεσμεύονται ότι οι γειτονιές, τα σχολεία, τα πάρκα κ.ο.κ. θα είναι πολιτισμένοι χώροι, κατάλληλοι για τα παιδιά.

3. Χώρος για παιχνίδια

Τα παιδιά έχουν ανάγκη την κίνηση όσο και τον αέρα. Τη σημερινή εποχή δεν παίζουν αρκετά σε ανοικτούς χώρους ελεύθερα, μαζί με άλλα παιδιά —ιδίως στις πόλεις. Υπάρχουν βέβαια οι παιδικές χαρές, αλλά τον περισσότερο καιρό τους τον περνούν στο σπίτι, καθισμένα, ακίνητα, πράγμα που τα κάνει ευερέθιστα, νευρικά, ανασφαλή και ιδιότροπα.

4. Το δικαίωμα στο λάθος

Είναι δύσκολο να μάθει κανείς χωρίς να κάνει λάθη. Ένας γονιός φυσικά πρέπει να προστατεύει τα παιδιά του και να μην αφήνει να κάνουν σοβαρά λάθη. Ωστόσο, καλύτερο είναι να τα βοηθάει να μαθαίνουν από τα λάθη τους. Αν, για παράδειγμα, τα παιδιά διαλέγουν «κακές» (κατά τη γνώμη των γονιών) παρέες, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί δε χρησιμεύουν σε τίποτα. Η πιο σωστή αντιμετώπιση είναι να τα βοηθούν, ώστε να αντιλαμβάνονται μόνα τους τα προβλήματα (αν υπάρχουν) και να αξιολογούν πιο σωστά τις παρέες τους. Αυτό προϋποθέτει γονείς διατεθειμένους για διάλογο με τα παιδιά τους.

5. Ανεξαρτησία

Δεν πρέπει να επιχειρούμε να λύνουμε τα προβλήματα που τα παιδιά μπορούν να λύσουν μόνα τους. Πρέπει να τους αφήνουμε τον χρόνο και να τους δίνουμε τις ευκαιρίες να τα κατανοούν και να βρίσκουν τα ίδια λύση. Τα παιδιά που θέλουν να τα βγάζουν πέρα μόνα τους έχουν κατά κανόνα γονείς διατεθειμένους να τα υποστηρίξουν, αν παραστεί ανάγκη, αλλά και που καταλαβαίνουν πότε η στιγμή είναι ακατάλληλη για να επέμβουν. Μπορεί να είναι δύσκολο για έναν γονιό να βλέπει τα παιδιά του να αντιμετωπίζουν απογοητεύσεις, αλλά η επέμβαση σε κάθε περίπτωση δεν τα βοηθάει να μάθουν να αγωνίζονται.

6. Σταθεροί κανόνες

Το να μεγαλώνει ένα παιδί μέσα σε ένα περιβάλλον χωρίς κανόνες σημαίνει πως μεγαλώνει μέσα σε μια ψευδαίσθηση ελευθερίας. Όμως, όταν τα παιδιά δεν έχουν σταθερά σημεία αναφοράς, δεν αποκτούν την ικανότητα να αξιολογούν την πραγματικότητα και να προχωρούν σε καλές επιλογές. Καθώς μεγαλώνουν, βέβαια, οι κανόνες αλλάζουν και τα παιδιά μπορούν να τους αμφισβητούν, αλλά στα πρώτα τους χρόνια η ύπαρξη ορισμένων κανόνων, εναρμονισμένων με την ηλικία τους, είναι πηγή σιγουριάς. Στα παιδιά αρέσει να νιώθουν πως οι γονείς τους μπορούν να ελέγχουν την κατάσταση.

7. Υπευθυνότητα

Από την προσχολική ηλικία ακόμη τα παιδιά πρέπει να συνηθίσουν να κάνουν κάποιες μικρές «δουλειές», ας τις πούμε θελήματα, για να νιώθουν πως είναι χρήσιμα και να αναλαμβάνουν ευθύνες —στα μέτρα τους βέβαια. Είναι ένας τρόπος για να αποκτούν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, να συνηθίζουν στον αλτρουισμό και να νιώθουν πως συμμετέχουν στην οικογενειακή ζωή. Επαναλαμβάνουμε πως όλα αυτά (δουλειές, καθήκοντα, ευθύνες) πρέπει πάντα να είναι στο μέτρο της ηλικίας τους.

8. Ελεύθερος χρόνος

Δεν πρέπει όλος ο χρόνος των παιδιών να είναι προγραμματισμένος. Είναι δικαίωμά τους να έχουν κάποια χόμπι και ενδιαφέροντα ανεξάρτητα από το σχολείο και την οικογένεια. Πρέπει να έχουν ελεύθερο χρόνο, ακόμη και τον χρόνο να μην κάνουν τίποτα, να αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία τους, να αναπαύονται, να αξιολογούν τις εμπειρίες τους. Μόνο αν έχουν τη δυνατότητα να «χάνουν» χρόνο, θα μπορέσουν να γίνουν ενήλικοι ικανοί να βρίσκουν ισορροπία ανάμεσα στη δουλειά και τη διασκέδαση.

9. Ειλικρινείς απαντήσεις

Αν δεν απαντούμε στις ερωτήσεις τους, τα παιδιά θα πάψουν να μας ρωτάνε. Για να δημιουργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης, πρέπει να είμαστε πάντα διαθέσιμοι για διάλογο. Αν υπάρχει αυτή η διάθεση, το παιδί μπορεί να καταλάβει πως ένας ενήλικος δεν είναι δυνατόν να τα ξέρει όλα και να κατανοήσει πως υπάρχουν στιγμές που ο γονιός μπορεί να μιλήσει και άλλες που είναι προτιμότερο να σιωπήσει.

10. Σεβασμός στις κλίσεις τους

Τα παιδιά έχουν δικαίωμα σε μια αγωγή που θα αναπτύσσει τις κλίσεις και τις δυνατότητές τους (όλα είναι προικισμένα με κάτι). Η εκπαίδευση πρέπει να τους προσφέρει βασικές ικανότητες και, συγχρόνως, την ελευθερία να ανακαλύπτουν τα ενδιαφέροντά τους και να τα αναπτύσσουν. Κάθε παιδί πρέπει να είναι ελεύθερο να ερευνά, να πειραματίζεται και να δραστηριοποιείται με σεβασμό στα όρια και τις δυνατότητές του.

Διαπαιδαγώγηση
ΠΗΓΗ: Ελεθεροτυπία (02.05.2000) / Corriere Salute

18 Αυγ 2017

Σχολικό μπούλινγκ και κοινωνία

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου
Ψυχολόγος, ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια

Ένας μαθητής 12 χρόνων πήγε φέτος (σχολικό έτος 2016/17) σε καινούργιο σχολείο επειδή υπέστη μπούλινγκ. Ο μαθητής, έξυπνος και ικανός, έχει μια δυσκολία στη βάδιση. Αυτό τον κάνει διαφορετικό. Στο νέο του σχολείο δεν υφίσταται μπούλινγκ, δημιουργεί όμως φασαρίες, με τον συνεχή φόβο ότι θα τον κοροϊδέψουν.

Ένας άλλος μαθητής, με σύνδρομο Άσπεργκερ, είναι από τους πιο χαρισματικούς της τάξης. Έχει φυσικά τις δυσκολίες του, αλλά το παλεύει γενναία και διεκδικεί τον τίτλο του καλύτερου μαθητή. Κάποιοι συμμαθητές του τον ενοχλούν, τον πειράζουν, του δημιουργούν προβλήματα. Εκείνος ανταπαντά, γίνεται επιθετικός.

Μια τρίτη μαθήτρια ζει δύσκολα με τη μητέρα της. Σε κακή οικονομική κατάσταση, εγκαταλελειμμένη από πατέρα, δυσκολεύεται στην κοινωνικοποίηση. Τα κορίτσια δεν την κάνουν παρέα, γιατί η φαντασία της είναι αχαλίνωτη και γιατί δεν της αρέσει να χάνει. Είναι όμως ένα υπέροχα συγκινητικό πλάσμα, με φοβερές ικανότητες και με μια μητέρα που δίνει μάχες κυριολεκτικής επιβίωσης.

Και για τα τρία αυτά παιδιά έχουν έρθει συστάσεις γονέων να φύγουν από το σχολείο όπου φοιτούν. Και για τις τρεις —αλλά και για άλλες εκατόν τρεις— περιπτώσεις υπάρχουν γονείς που ζητούν από κάποιον δάσκαλο ή κάποιον διευθυντή να απομακρυνθούν τέτοια παιδιά από τα παιδιά τους, γιατί δημιουργούν προβλήματα στα «αγγελούδια» τους. Γιατί είναι επιθετικά, είναι δύσκολα, είναι «περίεργα». Είναι διαφορετικά. Λες και η λέξη «διαφορετικός» είναι αρρώστια ή λες και δεν είμαστε όλοι με έναν τρόπο διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο —αλλά και τόσο όμοιοι.

Αναρωτιέμαι πλέον πολύ συχνά τι σημαίνει μπούλινγκ στα σχολεία. Τι είναι αυτό που ενδιαφέρει τόσο πολύ τους γονείς, με τέτοια μανία, ώστε να είναι το πρώτο πράγμα που μου ζητούν να μιλήσουμε (φαντάζομαι αυτό ισχύει για όλους τους ψυχολόγους του εκπαιδευτικού συστήματος). Τι είναι το μπούλινγκ; Ποιοι κάνουν μπούλινγκ; Ποιοι το υφίστανται; Γιατί το μπούλινγκ αφορά μόνο τα σχολεία και όχι όλη την κοινωνία και, κυρίως, τις οικογενειακές σχέσεις, τις επαγγελματικές σχέσεις, τις σχέσεις μας γενικά με τους άλλους ανθρώπους;

Τι είναι το μπούλινγκ, αν δεν είναι η απαίτηση ή η φαντασίωση μερικών να συναγελάζονται μόνο με ομοίους τους ή «κανονικούς»; Τι είναι το μπούλινγκ, αν δεν είναι η απώλεια του ελέους, αυτού του μαλακτικού για την ψυχή και για την κοινωνία;

Οι έρευνες αποδεικνύουν συνεχώς την επικράτηση του αριστερού ημισφαιρίου στον δυτικό κόσμο. Το δεξί ημισφαίριο, της συναισθηματικότητας, της φροντίδας, του ανοίγματος των ορίων του εαυτού, καθώς και της αποδοχής, δείχνει να δίνει τη θέση του στις ταχύτατες, εκ του μακρόθεν, συναλλαγές. Οι άνθρωποι δυσκολεύονται με τα συναισθήματά τους και κυρίως με την ετερότητα, τη διαφορετικότητα. Διαφορετικό, ωστόσο, δεν είναι μόνο το χρώμα, το ύψος, το βάρος· δεν είναι μόνο η εκ γενετής έλλειψη, δυσκολία ή διαφοροποίηση στον ψυχισμό, στο σώμα ή στην ανάπτυξη. Διαφορετικό είναι και το ταλέντο, η υψηλή νοημοσύνη, οι πολλαπλές ικανότητες, το χάρισμα, η ένταση, το πάθος.

Κάθε φορά που συναντάμε κάποιον διαφορετικό νιώθουμε την ανάγκη να φέρουμε τον εαυτό μας στο κέντρο της σύγκρισης. Εάν ο άλλος υπολείπεται, τότε αισθανόμαστε γενναιόδωροι και φιλεύσπλαχνοι στην παντοδυναμία μας. Μόλις όμως ο άλλος είναι καλύτερος, γιγαντώνονται σε τούτη τη χώρα ο φθόνος και η καταστροφή. Το ζήτημα είναι να κατορθώσουμε να αντέξουμε τον άλλο χωρίς να είμαστε εμείς το κέντρο. Να αντέξουμε να σκεφτούμε για αυτόν, να τον φροντίσουμε, να ανοίξουμε έναν χώρο ύπαρξης για εκείνον, να μείνουμε εμείς στη θέση μας και εκείνος στη δική του. Να αποδεχτούμε επιτέλους ότι ο άλλος είναι ένας άλλος και εμείς είμαστε εμείς. Να αναζητήσουμε επ’ ευκαιρία και ποιοι είμαστε εμείς.

Τα σχολεία δεν κινδυνεύουν από το μπούλινγκ των παιδιών. Η κοινωνία ολόκληρη κινδυνεύει από το μεγάλο αλλά ρημαγμένο Εγώ του καθενός από εμάς, που περνάει από κρησάρα το καθετί μέσα από το πρίσμα τού «πώς το βλέπω εγώ». Αν αντέξουμε να μην είμαστε οι μόνοι και οι πιο σημαντικοί, τότε θα μπορέσουμε επιτέλους να αποδεχθούμε ότι ζούμε σε έναν κόσμο όπου δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε όλα, ότι ο δρόμος προς την αυτοπραγμάτωση είναι δύσβατος, ότι η επιθετικότητα δεν είναι απαραίτητα κακό πράγμα, αρκεί να αντέξουμε να δώσουμε ένα νόημα στο γιατί και στο ποιος. Κυρίως να δούμε με ορθάνοιχτα μάτια ότι οι πιο επιθετικοί είμαστε εμείς, που ενώ φαντασιωνόμαστε ότι φροντίζουμε καλά τον κήπο μας, μπολιάζουμε τα φυτά μας με αγκάθια, κρατώντας και μια καραμπίνα για όποιο σκαθάρι τολμήσει να ακουμπήσει στο δέντρο μας.

Σχολική βία

8 Αυγ 2017

Αγάπα, παιδί μου, το βιβλίο

Συγγραφείς παιδικών βιβλίων μιλούν για το πώς δημιουργούνται μικροί αναγνώστες

Η αγάπη των Ελλήνων για τα βιβλία είναι ένα ποτήρι άλλοτε μισοάδειο, άλλοτε μισογεμάτο. Η μόνη ελπίδα να το απογεμίσουμε με φρέσκο νεράκι είναι να κατορθώσουμε να εμφυσήσουμε στα μικρά παιδιά τη βιβλιοφιλία. Δύσκολο εγχείρημα ομολογουμένως την εποχή των πολλαπλών και καταιγιστικών ερεθισμάτων, που την προσοχή των μικρών παιδιών διεκδικούν καθημερινά η τηλεόραση, ο υπολογιστής και το τάμπλετ, και ο ελεύθερος χρόνος τους μοιράζεται ανάμεσα σε χρονοβόρες μετακινήσεις και αναρίθμητες εξωσχολικές δραστηριότητες και μαθήματα. Μπορούμε και πώς να μάθουμε τα παιδιά να αγαπούν τα βιβλία;



Απευθύναμε την ερώτηση σε μερικούς από τους πιο αγαπητούς συγγραφείς παιδικών αναγνωσμάτων. «Μπορούμε να τους διαβάζουμε βιβλία, να παίζουμε με βιβλία, να κυνηγάμε εκδηλώσεις βιβλίου, να σκορπάμε βιβλία στον χώρο όπου μεγαλώνουν και να περιμένουμε ώσπου η περιέργειά τους να τα κάνει να ξεφυλλίσουν μερικά από αυτά», ήταν η συμβουλή του Αντώνη Παπαθεοδούλου. Ο Φίλιππος Μανδηλαράς μάς πρότεινε «από μικρή ηλικία να παίρνουμε τα παιδιά μαζί μας στο βιβλιοπωλείο, να τους δείχνουμε αυτόν τον χώρο-τέμενος για τα βιβλία κι εκεί να τους μαθαίνουμε πώς διαλέγουμε ένα βιβλίο, ότι κοιτάμε την ιστορία, το οπισθόφυλλο κλπ. Το παιδί έτσι θα αγαπήσει σταδιακά το βιβλίο, θα επιλέγει μόνο του και κάπως έτσι θα αποκτήσει αναγνωστική συνείδηση».

Όλοι οι συγγραφείς συμφωνούν ότι ο ρόλος του γονιού είναι καθοριστικός: «Να αφήνουμε τα παιδιά να διαλέγουν. Να διαβάζουμε συχνά μαζί, δυνατά», προτρέπει η Ελένη Ανδρεάδη, ενώ ο Ευγένιος Τριβιζάς παροτρύνει τους γονείς να επιλέγουν παιδικά βιβλία που και οι ίδιοι απολαμβάνουν και στέκεται, επίσης, στη συνύπαρξη παιδιού και γονιού πάνω από ένα βιβλίο: «Η έννοια της “συναπόλαυσης” είναι καθοριστική. Αν οι γονείς διαβάζουν στο παιδί μια ιστορία που αφήνει τους ίδιους αδιάφορους, εκείνο το διαισθάνεται και αντιδρά ανάλογα. Αν όμως διασκεδάζουν οι ίδιοι με την όλη διαδικασία, τότε είναι πολύ πιο πιθανό να μεταδώσουν στο παιδί την αγάπη για το διάβασμα». Φυσικά, πολύ σημαντικό είναι να αγαπούν οι ίδιοι οι γονείς τα βιβλία και να τους βλέπουν τα παιδιά να διαβάζουν και να αντλούν απόλαυση από αυτά.

Ο ρόλος του σχολείου

Ποιος όμως είναι ο ρόλος του σχολείου σε όλη αυτή την προσπάθεια; Η Καλλιόπη Κύρδη είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας, υπεύθυνη Πολιτιστικών Θεμάτων στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Α΄ Αθήνας: «Το σχολείο μπορεί να δημιουργήσει κίνητρα για ανάγνωση όπως δραστηριότητες με μορφή παιχνιδιού που εμπλέκουν βιβλία, ώρα ανάγνωσης όπου δάσκαλος και παιδιά επιλέγουν και διαβάζουν βιβλία, αναπάντεχες γωνιές του σχολείου όπου μπορεί να γίνει μια ατμοσφαιρική ανάγνωση, προτάσεις για βιβλία που συνδέονται με τα ενδιαφέροντα κάθε παιδιού, υποστήριξη των επιλογών τους, χρόνος για να μιλήσουν για τα βιβλία που διαβάζουν».

Εμπιστοσύνη στη δουλειά που μπορεί να κάνει το σχολείο στη διαμόρφωση μικρών —και μεγάλων— βιβλιοφάγων δείχνει και η Άλκη Ζέη, που μας εξομολογήθηκε ότι «η πείρα μου από τις επισκέψεις στα σχολεία της Ελλάδας μού έδειξε ότι διαβάζουν εκείνα τα παιδιά που ο δάσκαλός τους έχει πάθος με τα βιβλία και βρίσκει χίλιους δυο τρόπους να τα κάνει να διαβάσουν. Αρχίζει να διαβάζει ένα βιβλίο με υπέροχο τρόπο και ξαφνικά σταματά και λέει “η συνέχεια αύριο” ή τους προτείνει να “παίξουν” το βιβλίο, να υποδυθούν τους ήρωες. Εγώ θυμάμαι, όταν ήμουν μικρό παιδί, έπαιζα με την αδερφή μου τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα, για παράδειγμα τον “Τρελαντώνη”. Εγώ έκανα την Πουλουδιά και η αδερφή μου τον Τρελαντώνη».

Ο Ευγένιος Τριβιζάς, αντίθετα, πιστεύει ότι ο ρόλος του σχολείου είναι «καταστροφικός»: «Μεγάλο μέρος των σχολικών βιβλίων είναι βαρετά, κουραστικά έως και απωθητικά. Ταλανίζουν τόσο τα παιδιά, ώστε μέσα από μια διαδικασία γενίκευσης εξηρτημένων αντανακλαστικών αισθάνονται στην υπόλοιπη ζωή τους απέχθεια για οποιοδήποτε έντυπο, με την εξαίρεση ίσως των καρνέ επιταγών».

Τι λένε οι συγγραφείς για το καλό παιδικό βιβλίο

Το παιδί ψάχνει να βρει τον εαυτό του στο βιβλίο. Αν ο ήρωας είναι πραγματικό παιδί, τον αγαπά και διαβάζει το βιβλίο.

Προσπαθώ, όταν γράφω για ένα παιδί 10 χρονών, εκείνη την ώρα να γίνομαι αυτό το παιδί.
— Άλκη Ζέη

Είναι αυτό που κάνει το παιδί να ταξιδεύει σε έναν νέο κόσμο, είναι σαν να μπαίνει σε ένα καράβι και να ταξιδεύει στη θάλασσα.
— Φίλιππος Μανδηλαράς

Ένα καλό παιδικό βιβλίο πρέπει να αφηγείται κάτι νέο και πρωτότυπο ή κάτι γνωστό και ειπωμένο αλλά με έναν ολότελα νέο τρόπο. Πρέπει να τιμά τα παιδιά και να μην τα θεωρεί εύκολο κοινό. Να σέβεται το εύπλαστο της ηλικίας τους και τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της. Να σέβεται το δικαίωμα των παιδιών για ένα αισιόδοξο τέλος όσο δύσκολο κι αν είναι το θέμα του. Και να «διδάσκει» περισσότερα στον πρωταγωνιστή μέσα από την ιστορία και λιγότερα απευθείας στον αναγνώστη.
— Αντώνης Παπαθεοδούλου

Αν εμείς, ως έμπειροι αναγνώστες, χαρούμε με την ανάγνωση ενός βιβλίου για παιδιά, χαμογελάσουμε, νιώσουμε αγωνία, συμπάσχουμε με τους ήρωες, χαθούμε στην εικονογράφηση, δηλαδή αν το απολαύσουμε, τότε είναι ένα καλό παιδικό βιβλίο.
— Καλλιόπη Κύρδη

Θα δανειστώ από τον παιδικό συγγραφέα Άνταμ Γκίντγουιτς. Αν ένα παιδί διαβάσει όλο το βιβλίο, το κλείσει και το κρατήσει σφικτά στην αγκαλιά του λέγοντας «αγαπώ αυτό το βιβλίο», τότε είναι ένα καλό βιβλίο.
— Ελένη Ανδρεάδη

Να γοητεύει και να διασκεδάζει το παιδί, να διευρύνει τους δημιουργικούς του ορίζοντες και να καλλιεργεί τη φαντασία του.
— Ευγένιος Τριβιζάς

Λογοτεχνία – ΦιλαναγνωσίαΣχολικά μαθήματα

6 Αυγ 2017

Το πορνό καθορίζει την ανδρική συμπεριφορά

Σε όσο μικρότερη ηλικία έρχεται ένα αγόρι σε επαφή με την πορνογραφία, συνήθως πλέον μέσω του διαδικτύου, τόσο περισσότερο θα έχει αργότερα την τάση να κυριαρχεί πάνω στις γυναίκες ως «μάτσο» άνδρας (ή μάλλον έτσι να νομίζει...). Όταν ο νέος εκτίθεται για πρώτη φορά στην πορνογραφία σε μεγαλύτερη ηλικία, τότε έχει μεγαλύτερη τάση να συμπεριφέρεται σαν ερωτύλος πλεϊμπόι και να είναι σεξουαλικά ασυγκράτητος. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας αμερικανικής επιστημονικής έρευνας, η οποία συσχέτισε την ηλικία της πρώτης «συνάντησης» με την πορνογραφία και τις κατοπινές σεξιστικές τάσεις ενός άνδρα. Το βασικό συμπέρασμα: η πορνογραφία έχει πραγματική επίπτωση στο μυαλό, στο συναίσθημα και στις σχέσεις των ανδρών.

Οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Νεμπράσκα, με επικεφαλής την Αλίσα Μπίσμαν, έκαναν τη σχετική ανακοίνωση σε ψυχολογικό συνέδριο στην Ουάσιγκτον. Στην έρευνά τους μελέτησαν 330 άνδρες 17 έως 54 ετών. Η μέση ηλικία της πρώτης επαφής με την πορνογραφία ήταν τα 13, η νεότερη τα 5 (!) και η μεγαλύτερη τα 26. Οι συμμετέχοντες (σχεδόν όλοι ετεροφυλόφιλοι) απάντησαν σε αναλυτικό ερωτηματολόγιο για τις απόψεις τους σε σχέση με το σεξ και τις σχέσεις με το άλλο φύλο. Διαπιστώθηκε ότι:
Όσοι είχαν έρθει σε επαφή με το πορνό από πολύ μικροί συμφωνούσαν με απόψεις του τύπου «τα πράγματα είναι καλύτερα όταν οι άνδρες έχουν το πάνω χέρι σε σχέση με τις γυναίκες».
Όταν η επαφή με το πορνό είχε γίνει με καθυστέρηση, οι άνδρες, περιέργως, έτειναν να αλλάζουν συχνά συντρόφους και να το «παίζουν» πλεϊμπόι.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι άνδρες που έχουν δει πολύ πορνό συχνά δεν ευχαριστιούνται το πραγματικό σεξ και έχουν μεγαλύτερο άγχος απόδοσης στο κρεβάτι με τη σύντροφό τους. Όσοι έχουν δει λιγότερο πορνό τείνουν να απολαμβάνουν περισσότερο το σεξ στην πραγματική ζωή.

Η μελέτη, εξάλλου, διαπίστωσε ότι τα περισσότερα παιδιά έρχονται σε επαφή με την πορνογραφία τυχαία (44%) και όχι επειδή την αναζήτησαν επί τούτου (33%) ή επειδή κάποιος τους υποχρέωσε να τη δουν (17%).

Δείτε στη συνέχεια


Σεξουαλική Αγωγή

Παγκόσμιες ικανότητες

Της Τάνιας Γεωργιοπούλου
Δημοσιογράφος

Τα παιδιά του 21ου αιώνα θα αλλάξουν στη ζωή τους επτά επαγγέλματα, τα τρία από τα οποία δεν υπάρχουν ακόμη. Θα επικοινωνούν και θα συνεργάζονται πάνω σε συγκεκριμένα πρότζεκτ με ανθρώπους από κάθε γωνιά του πλανήτη, τους οποίους θα συναντούν στην... οθόνη του υπολογιστή τους. Τα παιδιά του 21ου αιώνα θα βρεθούν σε έναν άλλο κόσμο όσον αφορά την εργασία, που ούτε να φανταστούμε μπορούμε και βέβαια σε καμία περίπτωση δεν ξέρουμε τις νέες παραμέτρους του. Το σίγουρο είναι ότι δε θα έχουν σημασία μόνο αυτά που ξέρεις, αφού η πρόσβαση στην πληροφορία γίνεται ολοένα και πιο εύκολη για ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, αλλά κυρίως τι μπορείς να κάνεις με αυτά που ξέρεις, πώς μπορείς να τα αξιοποιήσεις. Χρειάζονται, επομένως, «παγκόσμιες ικανότητες».

Η δυνατότητα προσαρμογής σε διαφορετικά περιβάλλοντα, η ικανότητα συνεργασίας με κοινό στόχο, η επίλυση δύσκολων προβλημάτων με διαφορετικούς τρόπους, η ικανότητα να μεταβάλλεις τον εαυτό σου σχεδόν ταυτόχρονα με τον κόσμο είναι πια προαπαιτούμενα. Δύσκολα πράγματα, βεβαίως, αλλά και συναρπαστικά συνάμα. Την ίδια στιγμή οι αλλαγές που προωθούνται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δε λαμβάνουν καθόλου υπόψη την πραγματικότητα ή, ακόμη χειρότερα, τη χλευάζουν και την απαξιώνουν, κρίνοντάς τη μάλιστα με ιδεοληπτικούς όρους. Σαν να γίνεται να σταματήσεις τη χρήση του διαδικτύου, επειδή μπορεί να χρησιμοποιείται για την προώθηση του καπιταλισμού.

Πολλές φορές οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν έχουν καν τόσο «βαθιά» κίνητρα· βασίζονται σε ένα οφθαλμοφανές κυνικό κομματικό πάρε δώσε: Το προνήπιο, για παράδειγμα, θα ενταχθεί στην υποχρεωτική εκπαίδευση, ώστε να προσληφθούν περισσότεροι εκπαιδευτικοί· τα Θρησκευτικά θα μείνουν γιατί δε συμφέρει πολιτικά να συγκρουστείς με την Εκκλησία· το άσυλο στα πανεπιστήμια θα επανέλθει για να ηρεμήσουν οι αριστεριστές...

Αρκεί ένα απλό «γκουγκλάρισμα» για να βρεθεί κανείς στον εκπαιδευτικό κόσμο της φαντασίας και της αλλαγής σε πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη. Φοβάμαι την ώρα που θα με ρωτήσει το παιδί μου για ποιον λόγο υποχρεώθηκε να μάθει μέσα σε μια ιδεοληπτική, μίζερη και απόλυτα βαρετή εκπαιδευτική πραγματικότητα, όταν στον κόσμο συμβαίνουν τόσα συναρπαστικά και ενδιαφέροντα πράγματα.

Εκπαίδευση

4 Μαΐ 2017

Εμβόλια: Ένα τεράστιο επίτευγμα της Ιατρικής

Του Θεόφιλου Ρόζενμπεργκ
Αν. καθηγητής Χειρουργικής Πανεπιστημίου Αθηνών, πρόεδρος ΔΣ ΚΕΕΛΠΝΟ

Πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο φαραώ της Αιγύπτου Ραμσής ο 5ος καταγράφηκε ως το πρώτο διάσημο θύμα της πρώτης ιστορικά επιδημίας στον κόσμο, της ευλογιάς. Από τότε, και μέχρι την εξάλειψη της νόσου στο τέλος της δεκαετίας του ’70, δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από αυτήν. Συντριπτικά περισσότεροι όμως είναι εκείνοι που διασώθηκαν χάρη στο εμβόλιο κατά της ευλογιάς, το πρώτο εμβόλιο που αναφέρεται στην ιστορία της Ιατρικής. Οι εμβολιασμοί κατά της ευλογιάς εφαρμόσθηκαν συστηματικά σε παγκόσμιο επίπεδο από το 1956 και οδήγησαν στην εξάλειψη της νόσου, η οποία ανακοινώθηκε επισήμως από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) στις 8/5/1980.

Η ανακάλυψη και συστηματική χρήση των εμβολίων αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους —αν όχι τον σημαντικότερο— σταθμούς στον αγώνα για την προστασία της δημόσιας υγείας. Στο πλαίσιο αυτό ο ΠΟΥ έχει καθιερώσει τον εορτασμό της Ευρωπαϊκής Εβδομάδας Εμβολιασμών από τις 24 έως τις 30 Απριλίου κάθε χρόνο με στόχο την πρόκληση και τον συντονισμό ενημερωτικών δράσεων για τη σπουδαιότητα των εμβολιασμών αλλά και την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού.

Δυστυχώς, παρόλο που χάρη στα εμβόλια ασθένειες όπως η ευλογιά ή η πανώλη έχουν εξαλειφθεί, παρόλο που οι σημερινοί παιδίατροι γνωρίζουν π.χ. τη διφθερίτιδα μόνο μέσα από τα βιβλία Ιατρικής, η παράνοια της τελευταίας εικοσαετίας, που —κατ’ ευφημισμόν— ονομάζεται «αντιεμβολιαστικό κίνημα», απειλεί διαχρονικά αυτό το τεράστιο επίτευγμα της Ιατρικής: τα εμβόλια και τη συστηματική τους εφαρμογή.

Η φωτιά που άναψε το 1998 ο ανεκδιήγητος Βρετανός «ερευνητής» Andrew Wakefield όταν, μέσω δημοσίευσης έρευνας-απάτης στο The Lancet, ισχυρίστηκε την ύπαρξη συνδέσμου μεταξύ αυτισμού και εμβολίων, συνεχίζει να καίει και να στοιχίζει ζωές αθώων παιδιών, τα οποία άφρονες γονείς αφήνουν ανεμβολίαστα. Υπέρογκα ποσά δαπανήθηκαν και περίπου 26 εκατομμύρια παιδιά ερευνήθηκαν προκειμένου να ελεγχθεί τυχόν βασιμότητα των ισχυρισμών του Wakefield. Όλες οι σχετικές έρευνες κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα: δεν υπάρχει καμία συσχέτιση μεταξύ εμβολίων και αυτισμού. Το επιστημονικό περιοδικό ζήτησε συγνώμη, αφαιρέθηκε η άδεια άσκησης επαγγέλματος από τον Wakefield, αλλά το κακό είχε γίνει. Η ανάπτυξη των νέων μέσων επικοινωνίας, που ως γνωστόν ευνοούν την ταχεία διάδοση και των πάσης φύσεως θεωριών συνωμοσίας, συνέβαλε στην ενδυνάμωση της φωνής όσων πολεμούν τα εμβόλια.

Κι ενώ θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ελαφρυντικά στον απλό πολίτη, που δεν μπορεί να διαχωρίσει την ήρα από το στάρι μέσα σε έναν ωκεανό πληροφοριών, είναι αδιανόητο να αποδεχθούμε πως υπάρχουν γιατροί που αρνούνται την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των εμβολίων. Έχοντας ασκήσει την Ιατρική επί 40 συναπτά έτη, έχοντας εργαστεί επί του πεδίου στον αναπτυσσόμενο κόσμο και έχοντας διαπιστώσει με τα μάτια μου τι σημαίνει μια φτωχή χώρα να μην μπορεί να εμβολιάσει τα παιδιά της, καταδικάζω με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο όλους εκείνους τους επαγγελματίες υγείας που από το ασφαλές τους γραφείο εξαπολύουν μύδρους φαντασιοπληξίας κατά των εμβολίων. Οι γιατροί, όλοι οι επαγγελματίες υγείας, δεν έχουμε την πολυτέλεια να παραμένουμε απαθείς· οφείλουμε να υψώσουμε σθεναρή φωνή ενάντια στον παραλογισμό. Τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά και προστατεύουν τη ζωή των παιδιών μας.

Εμβολιασμός

3 Μαΐ 2017

Γονείς: Όλο και πιο διστακτικοί έναντι του εμβολιασμού

Ανησυχητικές διαστάσεις αρχίζει να λαμβάνει και στην Ελλάδα το αντιεμβολιαστικό κίνημα. Όλο και πιο συχνά οι παιδίατροι καλούνται να καθησυχάσουν τους γονείς που προσέρχονται στα ιατρεία τους με ερωτήσεις σχετικά με την ασφάλεια των εμβολίων.

«Η εντύπωση που έχουμε είναι ότι το φαινόμενο μέρα με τη μέρα μεγαλώνει», ανέφερε η κ. Μαρία Θεοδωρίδου, ομότιμος καθηγήτρια Παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, σε ενημερωτική εκδήλωση που διοργάνωσε το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων με αφορμή την Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Εμβολιασμών (24–30 Απριλίου 2017).



«Μελέτη του 2012 του ΚΕΕΛΠΝΟ κατέδειξε ότι στους 100 γονείς ο ένας αρνείται να κάνει το εμβόλιο. Τώρα μπορεί να έχει φθάσει να αρνούνται δέκα στους 100 γονείς. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι από τους πέντε γονείς που θα έρθουν στο ιατρείο οι τέσσερις θα εκφράσουν τη διστακτικότητά τους για τους εμβολιασμούς. Άλλος θα ρωτήσει μήπως δε θα πρέπει να κάνει όλα τα εμβόλια στο παιδί του, άλλος θα ζητήσει να γίνουν τα εμβόλια αργότερα και άλλος μπορεί να μεταφέρει κάτι που άκουσε σχετικά με την ασφάλεια των εμβολίων, ζητώντας την άποψη του γιατρού», σημείωσε η κ. Θεοδωρίδου, καταλήγοντας ότι «τα εμβόλια είναι θύματα της ίδιας της επιτυχίας τους. Πολλές ασθένειες έχουν εξαλειφθεί λόγω των εμβολίων και δε θυμούνται πλέον οι νέοι την εγκεφαλίτιδα ως επιπλοκή της ιλαράς ή τα άτομα με κινητικές δυσκολίες λόγω της πολιομυελίτιδας».

Τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης παραμένουν στην Ελλάδα υψηλά, γεγονός που έχει οδηγήσει στην «εκρίζωση» ή και εξαφάνιση νοσημάτων. Όπως ανέφερε η κ. Θεανώ Γεωργακοπούλου, υπεύθυνη του Τμήματος Επιδημιολογικής Επιτήρησης του ΚΕΕΛΠΝΟ, από το 2002 η Ελλάδα έχει ανακηρυχθεί χώρα «ελεύθερη πολιομυελίτιδας», ενώ κανένα κρούσμα ιλαράς δεν έχει δηλωθεί από τις αρχές του 2016 έως τον Απρίλιο του 2017.

Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να δείτε στην ιστοσελίδα του ΚΕΕΛΠΝΟ ή εδώ

Εμβολιασμός

27 Απρ 2017

Παιδεία, εκπαίδευση και κοινωνική συνείδηση

Της Χρύσας Σπυροπούλου
Σχολική σύμβουλος φιλολόγων, κριτικός βιβλίου

Λένε ότι οι καλοί τρόποι και η φυσική ευγένεια δε φαίνονται όταν μιλάει κανείς με τη βασίλισσα Ελισάβετ αλλά με τον μπάτλερ της. Πώς, όμως, καλλιεργούνται οι κανόνες καλής συμπεριφοράς; Αρκούν σε μια κοινωνία, σε ένα κράτος, οι καλοί νόμοι ή οι καλές προθέσεις; Κι αν υποθέσουμε ότι έχουν προβλεφθεί και υπάρχουν, εφαρμόζονται οι πρώτοι και πραγματοποιούνται οι δεύτερες; Πώς θα λειτουργήσουν ομαλά και αποτελεσματικά οι ομάδες και τα άτομα στον δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο; Πόσο προετοιμασμένοι είμαστε για να παράγουμε απρόσκοπτο και γόνιμο έργο, ώστε να μη χάνεται ο χρόνος σε ασήμαντα και πολύ «ανθρώπινα» ζητήματα, τα οποία μας απομακρύνουν από την ουσία των πραγμάτων και μας καθηλώνουν σε ένα σημείο όπου, αυτάρεσκα τελματωμένοι, δεν αλλάζουμε τίποτα, μοιραίοι και απομονωμένοι στον μικρόκοσμό μας, εθισμένοι στο να υποτιμούμε τη νοημοσύνη του άλλου, γιατί τόσο μας επιτρέπει η περιορισμένη δική μας;

Είναι κοινός τόπος ότι δε θα δημιουργηθεί ο τέλειος άνθρωπος, ακόμη κι αν αυτός φοιτήσει στο πιο προωθημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο υπάρχουν τρόποι και έχουν υιοθετηθεί θεσμοί, σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, οι οποίοι έχουν δοκιμαστεί αλλού, ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά ακραίες κοινωνικές καταστάσεις όπως η επιθετικότητα ή η απουσία συνεργατικού πνεύματος. Τέτοιοι είναι η αξιολόγηση στον χώρο εργασίας και η υιοθέτηση των επαρκών και κατάλληλων κοινωνικών συμβάσεων, που προσφέρουν —όταν εφαρμόζονται σωστά— τους χρήσιμους «αρμούς», οι οποίοι συγκρατούν την αυθαιρεσία και τον κοινωνικό κανιβαλισμό και ενισχύουν τους δεσμούς εμπιστοσύνης. Και επειδή οι απλές γνώσεις σε θέματα επιστημονικά δεν είναι αρκετές για να δημιουργηθούν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, στον χώρο του σχολείου απαιτούνται από την πρώτη κιόλας στιγμή άλλοι χειρισμοί, οι οποίοι διασφαλίζουν την ομαλή συμβίωση των ατόμων, όπου κυρίαρχο ρόλο οφείλουν να παίζουν ο σεβασμός, η αλληλεγγύη και η συνεργασία, όχι κατά το δοκούν, αλλά με εκείνες τις δεξιότητες και τους κανόνες που αποφέρουν θετικά αποτελέσματα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Στο εκπαιδευτικό σύστημα σημαντικό ρόλο παίζει η χρήση κανόνων που συμβάλλουν, μέσω της σωστής τους διαχείρισης και της κατάλληλης εκπαίδευσης των δασκάλων και καθηγητών, στη συγκρότηση της προσωπικότητας του μαθητή, προκειμένου να προετοιμαστεί και να ωριμάσει προτού εισέλθει στον κοινωνικό στίβο.



Η αξιολόγηση, ως τμήμα του εκπαιδευτικού και εργασιακού συστήματος, μπορεί να γίνεται αμφίδρομα. Από πάνω προς τα κάτω και αντιθέτως. Επιπλέον, χρειάζεται να λειτουργεί και να βελτιώνεται διαρκώς ως αναπόσπαστο μέρος της όλης εκπαιδευτικής και εργασιακής διαδικασίας, διότι είναι απαραίτητο, για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, να κρίνεται και εκείνος ο οποίος ασκεί εξουσία, καθώς η έμφυτη ή επίκτητη ευγένεια ή οι διοικητικές δεξιότητές του θα φανούν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τον μαθητή ή τον υφιστάμενο. Γι’ αυτό θα ωφελήσει την κοινωνία αν συνυπολογιστεί και αξιοποιηθεί ο τρόπος ή οι τρόποι με τους οποίους οι μαθητές μπορούν να αποκτήσουν κοινωνικές δεξιότητες και κοινωνική συνείδηση, ώστε να μάθουν τα όριά τους, τα μέσα για να συμβιώνουν αγαστά με τους άλλους, να γίνουν κάποτε καλοί επαγγελματίες, σωστοί μάνατζερ, να ελέγξουν και καθυποτάξουν τα αταβιστικά ένστικτα.

Και πρέπει οι ειδικοί, όσοι δηλαδή είναι υπεύθυνοι για τα προγράμματα και τη λειτουργία των θεσμών στην εκπαίδευση, πέραν πολιτικών σκοπιμοτήτων, αφού μελετηθούν τα δεδομένα, να θέσουν τις βάσεις για πράξεις και να μη μένουν στα λόγια, στις αόριστες έννοιες και τα συνθήματα, καθώς και στα σχέδια επί χάρτου. Και τα όποια προγράμματα εξαγγέλλονται να εφαρμόζονται πρώτα πιλοτικά και να ερευνώνται τα αποτελέσματά τους, να αξιολογούνται και να βελτιώνονται. Εξάλλου, χρειάζεται κοινός νους, κοινοί στόχοι, συναίνεση και πολλή δουλειά, για να δρομολογηθούν δραστικά οι βελτιώσεις, να αλλάξει η νοοτροπία του τύπου «θα του δείξω εγώ», ώστε να αποκλειστεί η καταφυγή και παραμονή σε μικροψυχίες και νοσηρές καταστάσεις. Άλλως, θα αναζητούνται διαρκώς ικανά στελέχη για τη συγκρότηση και ανάπτυξη ευαίσθητων δημόσιων φορέων, ενώ θα ανακυκλώνονται παθογένειες του παρελθόντος και του παρόντος.

Εκπαίδευση

11 Απρ 2017

Τα παιδιά μας, αυτοί οι άγνωστοι

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου
Ψυχολόγος, ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια

«Πώς να μιλήσω στο παιδί μου για τον θάνατο του παππού του;», «Πώς να του πω για τον πατέρα του που έφυγε από το σπίτι;», «Τώρα στην εφηβεία δε θέλει να μου μιλήσει, γιατί;», «Γιατί μένει κλεισμένο στο σπίτι, τι σκέφτεται;», «Πώς να τον κατευθύνω ως προς τη σχολή που θα επιλέξει;». Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που δέχομαι από γονείς καθημερινά. Συναντώ γονείς αγχωμένους, ανήσυχους, με αγωνία για απλά αλλά και πιο σύνθετα πράγματα. Η διαπαιδαγώγηση είναι για αυτούς μια ιστορία συμβουλών. Θέλουν να πάρουν συμβουλές για το πώς θα αναθρέψουν τα παιδιά τους, θέλουν να δώσουν συμβουλές στα παιδιά τους. Μερικές φορές είναι πολύ φυσιολογικό να θέλουν μια κατεύθυνση, έναν άνθρωπο που κάπως ξέρει να τους πει κάτι ή να πει κάτι στα παιδιά τους. Κάποιες φορές, όμως, δεν μπορώ να δώσω συμβουλές, γιατί νιώθω ότι οι γονείς ρωτάνε τα λάθος πράγματα. Και τότε καμιά συμβουλή δε θα τους ικανοποιήσει.

Πολύ συχνά θέτω σε αμφισβήτηση την ικανότητα να γνωρίζουμε τα παιδιά μας:
Αν τα έχουμε παρατηρήσει σε όλες τις φάσεις τους, αν έχουμε περάσει ποιοτικό και ποσοτικό χρόνο μαζί τους, αν τους έχουμε μάθει να συζητούν και, τέλος, αν παρατηρούμε τον εαυτό μας σε αλληλεπίδραση με εκείνα.
Αν αντέχουμε το παιδί μας να είναι την ίδια στιγμή ο πιο δικός μας άνθρωπος και ένας ξένος· και να ισορροπούμε ανάμεσα σε αυτήν τη σιωπηλή σύμβαση.
Αν, ακόμη, κινούμαστε παράλληλα με αυτό, αφουγκραζόμαστε τις αγωνίες του, το στηρίζουμε, του ανοίγουμε δρόμους αλλά, κυρίως, αν στεκόμαστε πίσω από αυτό ή δίπλα και όχι μπροστά —όχι πριν από αυτό για αυτό.

Πόσο γνωρίζουμε τα παιδιά μας; Τι είναι αυτό που μας κάνει να στεκόμαστε αμήχανοι απέναντι στις αγωνίες και τις επιθυμίες τους; Γιατί προσπαθούμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, να προλάβουμε τις κρίσεις ή να καλύψουμε τις ανάγκες τους; Πού βρίσκεται το όριο ανάμεσα στο παιδί της κοιλιάς μας και στο παιδί της καρδιάς μας; Γιατί προσπαθούμε να τα κατευθύνουμε, να τους δώσουμε τη δική μας φαντασίωση για αυτό που λέγεται ζωή; Και, τέλος, γιατί ξεχάσαμε τόσο πολύ πώς ήμασταν εμείς παιδιά;

Λίγοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι το να γίνεις γονιός προϋποθέτει μια σπουδή του εαυτού —όχι του εαυτού του παιδιού μας, αλλά του παιδικού εαυτού μας. Κάθε φορά που ρωτάμε κάτι για το παιδί μας πρέπει να αναρωτιόμαστε εάν το ρωτάμε για εμάς ή για εκείνο. Τα παιδιά μας πρέπει να παραμείνουν σε έναν βαθμό ολίγον άγνωστα για εμάς. Αλλά δε δικαιούμαστε να παραμείνουμε εμείς άγνωστοι με τον εαυτό μας μέχρι το τέλος της ζωής μας.

Διαπαιδαγώγηση

9 Απρ 2017

Οι θεμελιώδεις αξίες της παιδείας

Του Στάθη Ν. Καλύβα
Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale

Η σημασία της παιδείας είναι κομβική τόσο για την προσωπική ανάπτυξη του κάθε ανθρώπου χωριστά όσο και για τη συνολική ανάπτυξη μιας χώρας. Γι’ αυτό και η παιδεία θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας.

Επειδή όμως το θέμα της παιδείας είναι εξαιρετικά σύνθετο, πολλές φορές χάνουμε το δάσος για τα δέντρα. Θα ήθελα λοιπόν να υπενθυμίσω κάποιες θεμελιώδεις, κατά τη γνώμη μου, αξίες που πρέπει να συναποτελούν τον κεντρικό άξονα των σχετικών προβληματισμών:

1. Ερμηνεία και διαχείριση, όχι αναπαραγωγή

Η παιδεία στη χώρα μας εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να αντανακλά τις αξίες της εποχής στην οποία θεμελιώθηκε. Παρά τις διάφορες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές που επιχειρήθηκαν κατά καιρούς, εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται σε υπερβολικό βαθμό από αξίες που μας κληροδότησε ο 19ος αιώνας.

Παλιότερα η πρόσβαση στην πληροφορία ήταν εξαιρετικά δυσχερής και αυτό που έκανε κάποιους (και αργότερα κάποιες) να ξεχωρίζουν ήταν η ικανότητά τους να αναπαράγουν τη γνώση που αποκτούσαν. Η βασική μέθοδος ήταν η αποστήθιση. Σήμερα πλέον ζούμε σε έναν κόσμο που κολυμπά μέσα σε μια σχεδόν απεριόριστη ποσότητα πληροφορίας. Η απάντηση σε ένα ερώτημα εξαρτάται απλούστατα από την ευκολία της πρόσβασής μας στο διαδίκτυο.

Αυτό όμως που δεν είναι καθόλου αυτονόητο είναι η ερμηνεία και διαχείριση της τεράστιας αυτής ποσότητας πληροφοριών. Το ποιο ερώτημα θα θέσει κανείς είναι πιο σημαντικό από το ποια απάντηση θα λάβει, ενώ η σύνθεση είναι πολύ πιο σημαντική από την αποδελτίωση.

Αντί λοιπόν το εκπαιδευτικό σύστημα να βασίζεται στην αποστήθιση, όπως συμβαίνει τώρα, θα έπρεπε να ενθαρρύνει και να καλλιεργεί την κριτική ικανότητα. Είναι μάλιστα προφανές πως ο αναπροσδιορισμός αυτός δεν είναι απαραίτητος μόνο για την ανθρώπινη ανάπτυξη αλλά και για την επιβίωση της δημοκρατίας.

2. Ικανότητα απόκτησης καινούργιων δεξιοτήτων σε μόνιμη βάση

Είναι σχεδόν κοινότοπη η διαπίστωση πως η τεχνολογική επανάσταση έχει προκαλέσει τεράστιες ανατροπές στην οικονομία και πως μεταμορφώνει τα δεδομένα της απασχόλησης με ταχύτατους ρυθμούς.

Η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη πως στόχος των σπουδών είναι η απόκτηση ορισμένων συγκεκριμένων δεξιοτήτων που αποτυπώνονται σε ένα πτυχίο, το οποίο και εξασφαλίζει την αντίστοιχη «επαγγελματική αποκατάσταση», έχει όλο και πιο περιορισμένη εφαρμογή. Η επαγγελματική αγορά χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα και ρευστότητα και αυτό απαιτεί πάνω απ’ όλα τη δυνατότητα να μπορεί κανείς να εξελίσσεται συνεχώς.

Η συνεχής, όμως, αυτή εξέλιξη και προσαρμογή δεν είναι κάτι που διαθέτουμε αυτόματα. Είναι μια δεξιότητα που αποκτούμε μέσω της μάθησης και που πρέπει να παρέχει το εκπαιδευτικό σύστημα.

3. Ποικιλία αντί ομοιομορφίας

Ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να προσαρμόζεται στους χρήστες του και επομένως να λειτουργεί με πολλαπλές ταχύτητες.
Πρέπει, για παράδειγμα, να βοηθά ταυτόχρονα τους ταλαντούχους να γίνουν άριστοι, αλλά και τους πιο αδύναμους να ξεπεράσουν τις αδυναμίες τους.
Πρέπει να μη θέτει προσκόμματα στις οικογένειες που διαθέτουν τους πόρους για να επιδιώξουν μια υψηλότερου επιπέδου παιδεία για τα μέλη τους, αλλά ταυτόχρονα να ενισχύει όσους είναι μεν ικανοί αλλά δε διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους.

Τα ακριβά ιδιωτικά σχολεία πρέπει να συνυπάρχουν με τα πρότυπα δημόσια σχολεία αριστείας. Τα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια που το επιθυμούν θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν τα προγράμματα σπουδών τους, τις παιδαγωγικές μεθόδους τους, τις γλώσσες διδασκαλίας τους κλπ. και να κρίνονται με βάση τα αποτελέσματά τους.

Οι πρακτικές αυτές προφανώς και δεν είναι συμβατές με το σημερινό υπέρμετρα συγκεντρωτικό και τυπολατρικό σύστημα.

4. Προτεραιότητα στους χρήστες έναντι των λειτουργών

Στους περισσότερους τομείς της κρατικής οικονομίας (π.χ. μέσα μαζικής μεταφοράς, ΕΡΤ, ΔΕΚΟ) οι κρατικές δομές ευνοούν κυρίως τα μέλη σε σχέση με τους χρήστες τους. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως πολλές κρατικές δομές υπάρχουν κυρίως για να παρέχουν προσόδους στους υπαλλήλους τους.

Προφανώς η ποιότητα της παιδείας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των λειτουργών της, καθώς και τις συνθήκες εργασίας τους. Κακά εκπαιδευμένοι και κακοπληρωμένοι δάσκαλοι δεν πρόκειται να παράγουν καλούς μαθητές.

Από την άλλη όμως, η αίσθηση του καθήκοντος και η ευθύνη που επιτάσσει η παροχή της μόρφωσης είναι χαρακτηριστικά που δεν εγγυάται από μόνος του ένας καλός μισθός. Όλοι μας έχουμε προσωπικά παραδείγματα δασκάλων που έκαναν κάτι παραπάνω για εμάς και γνωρίζουμε την τεράστια σημασία που είχαν οι πράξεις αυτές για τη μετέπειτα διαμόρφωσή μας. Είναι, επομένως, επιτακτικό οι καλύτεροι δάσκαλοι να τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης σε σχέση με τους λιγότερο καλούς.

Είναι αναμφίβολο πως οι αποφάσεις που θα μετουσιώσουν τις θεμελιώδεις αυτές αρχές σε πράξη δεν είναι ούτε αυτονόητες ούτε εύκολες. Αν όμως δε γίνουν πυξίδα μας, δεν πρόκειται να καταφέρουμε τίποτα.

Εκπαίδευση

30 Ιαν 2017

Μην τα βοηθάτε διαρκώς στα μαθήματα!

Του Γιώργου Καρουζάκη
Δημοσιογράφος

«Εάν θέλετε τα παιδιά σας να προοδεύσουν στο σχολείο, μην τα βοηθάτε διαρκώς να κάνουν τα μαθήματά τους», σημειώνεται σε πρόσφατες έρευνες, οι οποίες αποδεικνύουν ότι η υπερβολική ενασχόληση των γονιών με τα μαθήματα των παιδιών έχει, τελικά, αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξή τους και στην κατάκτηση της γνώσης, αφού οι μαθητές αισθάνονται ότι δεν είναι ικανοί να τα καταφέρουν μόνοι τους.

Οι εκπαιδευτικοί εξηγούν ότι μερικοί γονείς γράφουν οι ίδιοι τις σχολικές εργασίες, ενώ η εμπλοκή στην εκπαίδευση των παιδιών είναι τόσο μεγάλη, που φτάνει στο σημείο να στέλνουν στους εκπαιδευτικούς μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ανά πάσα στιγμή, ακόμη και τα Σαββατοκύριακα, για να ρωτήσουν λεπτομέρειες σχετικά με την εργασία που έχει να κάνει το παιδί τους.

Τα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν στην εκπαίδευση και την ανάπτυξη των μαθητών από αυτού του είδους τη γονική βοήθεια μπορεί να είναι πιο σοβαρά απ’ όσο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Οι γονείς εκφράζουν τελικά, με αυτήν την επίμονη ενασχόληση, τη μεγάλη σημασία που έχει για εκείνους η επιτυχία των παιδιών τους στο σχολείο με μια συμπεριφορά η οποία ενδέχεται να προκαλέσει στα παιδιά διαφόρων ειδών αντιδράσεις: κρίσεις άγχους, ενίσχυση ναρκισσιστικών τάσεων, έλλειψη επιμονής στην κατάκτηση —με τη δική τους προσπάθεια— της γνώσης.



Σύμφωνα με τη μελέτη ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόις, τα παιδιά με ηλικία μεγαλύτερη των εννέα ετών προσλαμβάνουν την εμπλοκή των γονιών στην ολοκλήρωση των εργασιών τους ως ένδειξη δικής τους ανικανότητας. Η βοήθεια σε ένα παιδί μπορεί να είναι χρήσιμη στα πρώτα χρόνια της εκπαίδευσής του, λένε οι ερευνητές, αλλά οι γονείς θα πρέπει, καθώς το παιδί τους μεγαλώνει, να προσαρμόσουν την υποστήριξή τους και να το βοηθούν μόνο αν εκείνο το ζητά.

Όσο για τη συμμετοχή των γονέων στις εργασίες των εφήβων, αυτή θεωρείται μόνο επιζήμια, δεδομένου ότι το παιδί πρέπει να μάθει να διαχειρίζεται τον φόρτο των εργασιών του, να μάθει να είναι αυτόνομο και να γνωρίζει ότι ευθύνεται για τη βαθμολογία του.

Τέλος, τονίζουν οι ερευνητές, δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ τον χρυσό κανόνα της επιτυχούς εκπαίδευσης: ο ρόλος των γονιών δεν είναι να βοηθούν τα παιδιά τους να πετυχαίνουν εύκολα έναν στόχο σήμερα, αλλά να συνδράμουν στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων εκείνων που θα τους επιτρέψουν αργότερα να λύνουν τα προβλήματά τους χωρίς τη βοήθεια των γονιών.

ΔιαπαιδαγώγησηΣχολικά μαθήματα

22 Ιαν 2017

Ανατροφή παιδιών ή γονιών;

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου
Ψυχολόγος, ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια

«Δεν έχει αυξηθεί το μπούλινγκ στα σχολεία;», «Δεν έχει χαλάσει η εκπαίδευση;», «Τι να κάνουμε με τη μικρή που τσιρίζει;», «Έχουν αγριέψει οι εποχές, τα παιδιά μας κινδυνεύουν», είναι μερικές από τις φράσεις που άκουσα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού από γονείς με μικρά παιδιά μόλις πληροφορούνταν την ιδιότητά μου. Είναι άξιο παρατήρησης ότι κάθε φορά που υπάρχει στην παρέα κάποιος ψυχολόγος οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να ανοιχτούν, να εξωτερικεύσουν τις σκέψεις και τους προβληματισμούς τους. Και είναι λογικό. Υπάρχει πολύ μεγάλη ανάγκη για στήριξη, κατανόηση, ένα αφτί να τα πεις, και μάλιστα ένα αφτί που νιώθεις ότι κάτι ξέρει παραπάνω από έναν απλό φίλο.

Ωστόσο, αυτό που είναι έντονο πλέον είναι ότι οι άνθρωποι ανοίγουν σοβαρές συζητήσεις χωρίς να τις παίρνουν στα σοβαρά και χωρίς να θέλουν να μετακινηθούν. Τα παιδιά τους, ως διά μαγείας, ναι· εκείνοι όχι.

Είναι δύσκολο να είσαι γονιός. Πάντα ήταν. Παρ’ ότι οι τωρινοί γονείς διεκδικούν έναν μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας, λέγοντας γενικά και αόριστα ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει. Φυσικά και έχουν αλλάξει. Αλλά και οι γονείς έχουν αλλάξει. Αυτό που δε γίνεται αντικείμενο βαθύτερης κατανόησης είναι ότι το χρέος δεν είναι να μεγαλώσουμε μόνο παιδιά. Το χρέος μας είναι να μεγαλώσουμε τον εαυτό μας. Αυτό έχει αλλάξει συγκριτικά με τις προηγούμενες γενιές, οι οποίες όχι ότι κατόρθωναν πολλά πράγματα σε βάθος, άντεχαν όμως σε μεγαλύτερες πιέσεις και προσαρμόζονταν στη διευρυμένη πυρηνική οικογένεια τηρώντας θεσμούς και παραδόσεις.

«Μα δεν είναι εγωιστικό να ασχολούμαι με μένα και όχι με το παιδί μου;» με ρώτησε μια νεαρή μητέρα. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παρερμηνεία που γίνεται. Η έννοια «ασχολούμαι με τον εαυτό μου» φαντάζει σαν την επιστροφή σε μια ξέφρενη εφηβεία. Ενώ θα έπρεπε να γίνεται αντιληπτή ως η μεγαλύτερη κληρονομιά που θα αφήσουμε στα παιδιά μας. Η στροφή στον εαυτό οφείλει να πολλαπλασιάζει τελικά τον χώρο για να μπουν μέσα τα μέλη του οικογένειας και όχι να αποκλείει τη δίοδο της επαφής. Άλλωστε το παράδειγμα μορφώνει, όχι η συμβουλή.

Τι σημαίνει —πρακτικά— ασχολούμαι με τον εαυτό μου; Πόσα από τα ερωτήματα που ταλανίζουν τους γονείς αφορούν τον εαυτό τους και όχι τα παιδιά τους; Γιατί φοβούνται τόσο πολύ κάποιοι γονείς και γιατί αναζητούν εχθρούς και όχι συμμάχους στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών τους; Πώς γίνεται να υπάρχει κακός δάσκαλος, κακός αστυνομικός, κακός παπάς, κακοί γείτονες, κακοί φίλοι και τελικά μόνο οι γονείς να μένουν ανεπηρέαστα καλοί; Πώς γίνεται να απαιτούν τα παιδιά τους να ακούν τις συμβουλές τους, τη στιγμή που οι περισσότεροι δεν αντέχουν να ακούσουν κάτι για τον εαυτό τους; Ποιος μας είπε ότι άπαξ και δημιουργήσαμε οικογένεια είμαστε και αρκετά ώριμοι ή και ικανοί να διαχειριστούμε τα πάντα; Και πώς ζητάμε από τα παιδιά μας να μεγαλώσουν τη στιγμή που η μεγαλύτερη δυσκολία αυτής της κοινωνίας είναι να μεγαλώσει;

Μεγαλώνω δε σημαίνει ψηλώνω. Μεγαλώνω σημαίνει αποκτώ επαφή με την ψυχική μου πραγματικότητα. Με τις δυσκολίες μου, τις αμφιθυμίες μου, τους παλιμπαιδισμούς μου, με τις λογικές και παράλογες ανάγκες μου. Με το παρελθόν μου.
Μεγαλώνω σημαίνει κόβω τον ομφάλιο λώρο. Δεν παίρνω χρήματα από τους γονείς μου στα 40 μου, όση κρίση κι αν έχουμε. Δεν τους παίρνω τηλέφωνο κάθε ώρα για να μιλήσω για τα προβλήματά μου ούτε τους ζητώ συνέχεια να με ξελασπώνουν.
Μεγαλώνω σημαίνει αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί να μην έχω τη ζωή που φαντάστηκα αλλά αυτή είναι η ζωή —και την παλεύω.
Μεγαλώνω σημαίνει ζητώ συγγνώμη.
Μεγαλώνω σημαίνει αποκτώ δική μου ζωή. Πραγματική. Δε συνεχίζω τη ζωή των γονιών μου, δεν κλέβω τη ζωή των παιδιών μου, ούτε κληρονομώ τις συνήθειες του άντρα ή της γυναίκας μου, ούτε γινόμαστε όλοι μαζί ένας διαγενεαλογικός χυλός όπου το παιδί δεν ξέρει εάν η γιαγιά είναι μαμά και εάν η μαμά είναι το παιδί.
Μεγαλώνω σημαίνει αντιμετωπίζω κατάματα τη σεξουαλικότητά μου και τις ευθύνες μου. Χωρίς ενοχές αλλά και χωρίς να μας ανήκει ο κόσμος.

Δεν είναι τυχαίο που όταν μετατίθεται το βάρος από τα παιδιά στον εαυτό μας, οι περισσότεροι αλλάζουν κουβέντα. Διότι, όπως είπε γλαφυρά και ένας μπαμπάς, «έλα, καλοκαίρι είναι, μη μας βάζεις δύσκολα»...

Γονείς

Είχε κακοποιηθεί ως παιδί και έπραξε το ίδιο

Είναι ιδιαίτερα ψυχοφθόρο, αλλά η διαδικασία επαναλαμβάνεται κάθε φορά που έρχεται στο φως μια υπόθεση κακοποίησης παιδιού. Οι άνθρωποι στο «Χαμόγελο του Παιδιού», έχοντας ενημερωθεί για τα στοιχεία του περιστατικού, ξεφυλλίζουν τα αρχεία τους για τυχόν καταγγελίες σε σχέση με το συγκεκριμένο οικογενειακό περιβάλλον. Μήπως είχαν δεχθεί καταγγελία για κακοποίηση του παιδιού στο παρελθόν, αλλά οι Αρχές είχαν κωλυσιεργήσει; Μήπως θα μπορούσε η τραγική κατάληξη να είχε αποφευχθεί;



Προχθές (10.01.2017) η αναζήτηση αυτή κατέληξε σε μια συγκλονιστική αποκάλυψη. Το «Χαμόγελο του Παιδιού» είχε ενημερωθεί για μια τραγική υπόθεση κακοποίησης. Ένα αγοράκι μόλις 2,5 ετών από τη Σκάλα Λακωνίας είχε μεταφερθεί εσπευσμένα στο Παναρκαδικό Νοσοκομείο Τρίπολης με σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και μώλωπες. Οι γιατροί, εκτιμώντας την κατάστασή του, έκριναν ότι έπρεπε να διακομιστεί επειγόντως στο Νοσοκομείο Παίδων Αγλαΐα Κυριακού. Εκεί νοσηλεύεται μέχρι σήμερα σε κρίσιμη κατάσταση στη μονάδα εντατικής θεραπείας. Το παιδί φέρεται να έχει πέσει θύμα κακοποίησης της 23χρονης μητέρας του και του 54χρονου συντρόφου της, οι οποίοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα με την κατηγορία της κακοποίησης ανηλίκου.

Αμέσως το «Χαμόγελο του Παιδιού» δήλωσε διαθεσιμότητα για παροχή βοήθειας στο παιδί. Παράλληλα έλεγξε εάν η οικογένεια είχε απασχολήσει την οργάνωση στο παρελθόν. Τότε βρέθηκε ότι το 2006 είχε υπάρξει ανώνυμη καταγγελία από ευαισθητοποιημένο πολίτη στην «Εθνική Τηλεφωνική Γραμμή για τα Παιδιά SOS 1056» για την κακοποίηση και παραμέληση μιας 11χρονης από τον ίδιο της τον πατέρα σε περιοχή της Λακωνίας. Είχαν ενημερωθεί οι αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες και οι αρχές της περιοχής, όμως τελικά το κοριτσάκι δεν απομακρύνθηκε από το ακατάλληλο περιβάλλον όπου ζούσε. Εκείνη η 11χρονη, σύμφωνα με το «Χαμόγελο του Παιδιού», είναι η 23χρονη μητέρα που φέρεται να κακοποίησε το δικό της παιδί.

Θα είχε συμβεί ό,τι συνέβη εάν τότε το κορίτσι είχε απομακρυνθεί από την οικογένειά της και είχε μεγαλώσει σε ασφαλές περιβάλλον; «Κανείς δεν μπορεί να ξέρει», αναφέρουν από την οργάνωση. Το ερώτημα όμως αρκεί.

Κακοποίηση

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα