27 Απρ 2017

Παιδεία, εκπαίδευση και κοινωνική συνείδηση

Της Χρύσας Σπυροπούλου
Σχολική σύμβουλος φιλολόγων, κριτικός βιβλίου

Λένε ότι οι καλοί τρόποι και η φυσική ευγένεια δε φαίνονται όταν μιλάει κανείς με τη βασίλισσα Ελισάβετ αλλά με τον μπάτλερ της. Πώς, όμως, καλλιεργούνται οι κανόνες καλής συμπεριφοράς; Αρκούν σε μια κοινωνία, σε ένα κράτος, οι καλοί νόμοι ή οι καλές προθέσεις; Κι αν υποθέσουμε ότι έχουν προβλεφθεί και υπάρχουν, εφαρμόζονται οι πρώτοι και πραγματοποιούνται οι δεύτερες; Πώς θα λειτουργήσουν ομαλά και αποτελεσματικά οι ομάδες και τα άτομα στον δημόσιο ή ιδιωτικό χώρο; Πόσο προετοιμασμένοι είμαστε για να παράγουμε απρόσκοπτο και γόνιμο έργο, ώστε να μη χάνεται ο χρόνος σε ασήμαντα και πολύ «ανθρώπινα» ζητήματα, τα οποία μας απομακρύνουν από την ουσία των πραγμάτων και μας καθηλώνουν σε ένα σημείο όπου, αυτάρεσκα τελματωμένοι, δεν αλλάζουμε τίποτα, μοιραίοι και απομονωμένοι στον μικρόκοσμό μας, εθισμένοι στο να υποτιμούμε τη νοημοσύνη του άλλου, γιατί τόσο μας επιτρέπει η περιορισμένη δική μας;

Είναι κοινός τόπος ότι δε θα δημιουργηθεί ο τέλειος άνθρωπος, ακόμη κι αν αυτός φοιτήσει στο πιο προωθημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο υπάρχουν τρόποι και έχουν υιοθετηθεί θεσμοί, σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες, οι οποίοι έχουν δοκιμαστεί αλλού, ώστε να αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά ακραίες κοινωνικές καταστάσεις όπως η επιθετικότητα ή η απουσία συνεργατικού πνεύματος. Τέτοιοι είναι η αξιολόγηση στον χώρο εργασίας και η υιοθέτηση των επαρκών και κατάλληλων κοινωνικών συμβάσεων, που προσφέρουν —όταν εφαρμόζονται σωστά— τους χρήσιμους «αρμούς», οι οποίοι συγκρατούν την αυθαιρεσία και τον κοινωνικό κανιβαλισμό και ενισχύουν τους δεσμούς εμπιστοσύνης. Και επειδή οι απλές γνώσεις σε θέματα επιστημονικά δεν είναι αρκετές για να δημιουργηθούν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, στον χώρο του σχολείου απαιτούνται από την πρώτη κιόλας στιγμή άλλοι χειρισμοί, οι οποίοι διασφαλίζουν την ομαλή συμβίωση των ατόμων, όπου κυρίαρχο ρόλο οφείλουν να παίζουν ο σεβασμός, η αλληλεγγύη και η συνεργασία, όχι κατά το δοκούν, αλλά με εκείνες τις δεξιότητες και τους κανόνες που αποφέρουν θετικά αποτελέσματα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Στο εκπαιδευτικό σύστημα σημαντικό ρόλο παίζει η χρήση κανόνων που συμβάλλουν, μέσω της σωστής τους διαχείρισης και της κατάλληλης εκπαίδευσης των δασκάλων και καθηγητών, στη συγκρότηση της προσωπικότητας του μαθητή, προκειμένου να προετοιμαστεί και να ωριμάσει προτού εισέλθει στον κοινωνικό στίβο.



Η αξιολόγηση, ως τμήμα του εκπαιδευτικού και εργασιακού συστήματος, μπορεί να γίνεται αμφίδρομα. Από πάνω προς τα κάτω και αντιθέτως. Επιπλέον, χρειάζεται να λειτουργεί και να βελτιώνεται διαρκώς ως αναπόσπαστο μέρος της όλης εκπαιδευτικής και εργασιακής διαδικασίας, διότι είναι απαραίτητο, για την εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας, να κρίνεται και εκείνος ο οποίος ασκεί εξουσία, καθώς η έμφυτη ή επίκτητη ευγένεια ή οι διοικητικές δεξιότητές του θα φανούν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας του με τον μαθητή ή τον υφιστάμενο. Γι’ αυτό θα ωφελήσει την κοινωνία αν συνυπολογιστεί και αξιοποιηθεί ο τρόπος ή οι τρόποι με τους οποίους οι μαθητές μπορούν να αποκτήσουν κοινωνικές δεξιότητες και κοινωνική συνείδηση, ώστε να μάθουν τα όριά τους, τα μέσα για να συμβιώνουν αγαστά με τους άλλους, να γίνουν κάποτε καλοί επαγγελματίες, σωστοί μάνατζερ, να ελέγξουν και καθυποτάξουν τα αταβιστικά ένστικτα.

Και πρέπει οι ειδικοί, όσοι δηλαδή είναι υπεύθυνοι για τα προγράμματα και τη λειτουργία των θεσμών στην εκπαίδευση, πέραν πολιτικών σκοπιμοτήτων, αφού μελετηθούν τα δεδομένα, να θέσουν τις βάσεις για πράξεις και να μη μένουν στα λόγια, στις αόριστες έννοιες και τα συνθήματα, καθώς και στα σχέδια επί χάρτου. Και τα όποια προγράμματα εξαγγέλλονται να εφαρμόζονται πρώτα πιλοτικά και να ερευνώνται τα αποτελέσματά τους, να αξιολογούνται και να βελτιώνονται. Εξάλλου, χρειάζεται κοινός νους, κοινοί στόχοι, συναίνεση και πολλή δουλειά, για να δρομολογηθούν δραστικά οι βελτιώσεις, να αλλάξει η νοοτροπία του τύπου «θα του δείξω εγώ», ώστε να αποκλειστεί η καταφυγή και παραμονή σε μικροψυχίες και νοσηρές καταστάσεις. Άλλως, θα αναζητούνται διαρκώς ικανά στελέχη για τη συγκρότηση και ανάπτυξη ευαίσθητων δημόσιων φορέων, ενώ θα ανακυκλώνονται παθογένειες του παρελθόντος και του παρόντος.

Εκπαίδευση

11 Απρ 2017

Τα παιδιά μας, αυτοί οι άγνωστοι

Της Μαριαλένας Σπυροπούλου
Ψυχολόγος, ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια

«Πώς να μιλήσω στο παιδί μου για τον θάνατο του παππού του;», «Πώς να του πω για τον πατέρα του που έφυγε από το σπίτι;», «Τώρα στην εφηβεία δε θέλει να μου μιλήσει, γιατί;», «Γιατί μένει κλεισμένο στο σπίτι, τι σκέφτεται;», «Πώς να τον κατευθύνω ως προς τη σχολή που θα επιλέξει;». Αυτές είναι μόνο μερικές από τις ερωτήσεις που δέχομαι από γονείς καθημερινά. Συναντώ γονείς αγχωμένους, ανήσυχους, με αγωνία για απλά αλλά και πιο σύνθετα πράγματα. Η διαπαιδαγώγηση είναι για αυτούς μια ιστορία συμβουλών. Θέλουν να πάρουν συμβουλές για το πώς θα αναθρέψουν τα παιδιά τους, θέλουν να δώσουν συμβουλές στα παιδιά τους. Μερικές φορές είναι πολύ φυσιολογικό να θέλουν μια κατεύθυνση, έναν άνθρωπο που κάπως ξέρει να τους πει κάτι ή να πει κάτι στα παιδιά τους. Κάποιες φορές, όμως, δεν μπορώ να δώσω συμβουλές, γιατί νιώθω ότι οι γονείς ρωτάνε τα λάθος πράγματα. Και τότε καμιά συμβουλή δε θα τους ικανοποιήσει.

Πολύ συχνά θέτω σε αμφισβήτηση την ικανότητα να γνωρίζουμε τα παιδιά μας:
Αν τα έχουμε παρατηρήσει σε όλες τις φάσεις τους, αν έχουμε περάσει ποιοτικό και ποσοτικό χρόνο μαζί τους, αν τους έχουμε μάθει να συζητούν και, τέλος, αν παρατηρούμε τον εαυτό μας σε αλληλεπίδραση με εκείνα.
Αν αντέχουμε το παιδί μας να είναι την ίδια στιγμή ο πιο δικός μας άνθρωπος και ένας ξένος· και να ισορροπούμε ανάμεσα σε αυτήν τη σιωπηλή σύμβαση.
Αν, ακόμη, κινούμαστε παράλληλα με αυτό, αφουγκραζόμαστε τις αγωνίες του, το στηρίζουμε, του ανοίγουμε δρόμους αλλά, κυρίως, αν στεκόμαστε πίσω από αυτό ή δίπλα και όχι μπροστά —όχι πριν από αυτό για αυτό.

Πόσο γνωρίζουμε τα παιδιά μας; Τι είναι αυτό που μας κάνει να στεκόμαστε αμήχανοι απέναντι στις αγωνίες και τις επιθυμίες τους; Γιατί προσπαθούμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, να προλάβουμε τις κρίσεις ή να καλύψουμε τις ανάγκες τους; Πού βρίσκεται το όριο ανάμεσα στο παιδί της κοιλιάς μας και στο παιδί της καρδιάς μας; Γιατί προσπαθούμε να τα κατευθύνουμε, να τους δώσουμε τη δική μας φαντασίωση για αυτό που λέγεται ζωή; Και, τέλος, γιατί ξεχάσαμε τόσο πολύ πώς ήμασταν εμείς παιδιά;

Λίγοι άνθρωποι αντιλαμβάνονται ότι το να γίνεις γονιός προϋποθέτει μια σπουδή του εαυτού —όχι του εαυτού του παιδιού μας, αλλά του παιδικού εαυτού μας. Κάθε φορά που ρωτάμε κάτι για το παιδί μας πρέπει να αναρωτιόμαστε εάν το ρωτάμε για εμάς ή για εκείνο. Τα παιδιά μας πρέπει να παραμείνουν σε έναν βαθμό ολίγον άγνωστα για εμάς. Αλλά δε δικαιούμαστε να παραμείνουμε εμείς άγνωστοι με τον εαυτό μας μέχρι το τέλος της ζωής μας.

Διαπαιδαγώγηση

9 Απρ 2017

Οι θεμελιώδεις αξίες της παιδείας

Του Στάθη Ν. Καλύβα
Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale

Η σημασία της παιδείας είναι κομβική τόσο για την προσωπική ανάπτυξη του κάθε ανθρώπου χωριστά όσο και για τη συνολική ανάπτυξη μιας χώρας. Γι’ αυτό και η παιδεία θα έπρεπε να βρίσκεται στην κορυφή των προτεραιοτήτων μας.

Επειδή όμως το θέμα της παιδείας είναι εξαιρετικά σύνθετο, πολλές φορές χάνουμε το δάσος για τα δέντρα. Θα ήθελα λοιπόν να υπενθυμίσω κάποιες θεμελιώδεις, κατά τη γνώμη μου, αξίες που πρέπει να συναποτελούν τον κεντρικό άξονα των σχετικών προβληματισμών:

1. Ερμηνεία και διαχείριση, όχι αναπαραγωγή

Η παιδεία στη χώρα μας εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να αντανακλά τις αξίες της εποχής στην οποία θεμελιώθηκε. Παρά τις διάφορες μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές που επιχειρήθηκαν κατά καιρούς, εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται σε υπερβολικό βαθμό από αξίες που μας κληροδότησε ο 19ος αιώνας.

Παλιότερα η πρόσβαση στην πληροφορία ήταν εξαιρετικά δυσχερής και αυτό που έκανε κάποιους (και αργότερα κάποιες) να ξεχωρίζουν ήταν η ικανότητά τους να αναπαράγουν τη γνώση που αποκτούσαν. Η βασική μέθοδος ήταν η αποστήθιση. Σήμερα πλέον ζούμε σε έναν κόσμο που κολυμπά μέσα σε μια σχεδόν απεριόριστη ποσότητα πληροφορίας. Η απάντηση σε ένα ερώτημα εξαρτάται απλούστατα από την ευκολία της πρόσβασής μας στο διαδίκτυο.

Αυτό όμως που δεν είναι καθόλου αυτονόητο είναι η ερμηνεία και διαχείριση της τεράστιας αυτής ποσότητας πληροφοριών. Το ποιο ερώτημα θα θέσει κανείς είναι πιο σημαντικό από το ποια απάντηση θα λάβει, ενώ η σύνθεση είναι πολύ πιο σημαντική από την αποδελτίωση.

Αντί λοιπόν το εκπαιδευτικό σύστημα να βασίζεται στην αποστήθιση, όπως συμβαίνει τώρα, θα έπρεπε να ενθαρρύνει και να καλλιεργεί την κριτική ικανότητα. Είναι μάλιστα προφανές πως ο αναπροσδιορισμός αυτός δεν είναι απαραίτητος μόνο για την ανθρώπινη ανάπτυξη αλλά και για την επιβίωση της δημοκρατίας.

2. Ικανότητα απόκτησης καινούργιων δεξιοτήτων σε μόνιμη βάση

Είναι σχεδόν κοινότοπη η διαπίστωση πως η τεχνολογική επανάσταση έχει προκαλέσει τεράστιες ανατροπές στην οικονομία και πως μεταμορφώνει τα δεδομένα της απασχόλησης με ταχύτατους ρυθμούς.

Η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη πως στόχος των σπουδών είναι η απόκτηση ορισμένων συγκεκριμένων δεξιοτήτων που αποτυπώνονται σε ένα πτυχίο, το οποίο και εξασφαλίζει την αντίστοιχη «επαγγελματική αποκατάσταση», έχει όλο και πιο περιορισμένη εφαρμογή. Η επαγγελματική αγορά χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα και ρευστότητα και αυτό απαιτεί πάνω απ’ όλα τη δυνατότητα να μπορεί κανείς να εξελίσσεται συνεχώς.

Η συνεχής, όμως, αυτή εξέλιξη και προσαρμογή δεν είναι κάτι που διαθέτουμε αυτόματα. Είναι μια δεξιότητα που αποκτούμε μέσω της μάθησης και που πρέπει να παρέχει το εκπαιδευτικό σύστημα.

3. Ποικιλία αντί ομοιομορφίας

Ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να προσαρμόζεται στους χρήστες του και επομένως να λειτουργεί με πολλαπλές ταχύτητες.
Πρέπει, για παράδειγμα, να βοηθά ταυτόχρονα τους ταλαντούχους να γίνουν άριστοι, αλλά και τους πιο αδύναμους να ξεπεράσουν τις αδυναμίες τους.
Πρέπει να μη θέτει προσκόμματα στις οικογένειες που διαθέτουν τους πόρους για να επιδιώξουν μια υψηλότερου επιπέδου παιδεία για τα μέλη τους, αλλά ταυτόχρονα να ενισχύει όσους είναι μεν ικανοί αλλά δε διαθέτουν τους απαραίτητους πόρους.

Τα ακριβά ιδιωτικά σχολεία πρέπει να συνυπάρχουν με τα πρότυπα δημόσια σχολεία αριστείας. Τα δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια που το επιθυμούν θα πρέπει να μπορούν να επιλέγουν τα προγράμματα σπουδών τους, τις παιδαγωγικές μεθόδους τους, τις γλώσσες διδασκαλίας τους κλπ. και να κρίνονται με βάση τα αποτελέσματά τους.

Οι πρακτικές αυτές προφανώς και δεν είναι συμβατές με το σημερινό υπέρμετρα συγκεντρωτικό και τυπολατρικό σύστημα.

4. Προτεραιότητα στους χρήστες έναντι των λειτουργών

Στους περισσότερους τομείς της κρατικής οικονομίας (π.χ. μέσα μαζικής μεταφοράς, ΕΡΤ, ΔΕΚΟ) οι κρατικές δομές ευνοούν κυρίως τα μέλη σε σχέση με τους χρήστες τους. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς πως πολλές κρατικές δομές υπάρχουν κυρίως για να παρέχουν προσόδους στους υπαλλήλους τους.

Προφανώς η ποιότητα της παιδείας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των λειτουργών της, καθώς και τις συνθήκες εργασίας τους. Κακά εκπαιδευμένοι και κακοπληρωμένοι δάσκαλοι δεν πρόκειται να παράγουν καλούς μαθητές.

Από την άλλη όμως, η αίσθηση του καθήκοντος και η ευθύνη που επιτάσσει η παροχή της μόρφωσης είναι χαρακτηριστικά που δεν εγγυάται από μόνος του ένας καλός μισθός. Όλοι μας έχουμε προσωπικά παραδείγματα δασκάλων που έκαναν κάτι παραπάνω για εμάς και γνωρίζουμε την τεράστια σημασία που είχαν οι πράξεις αυτές για τη μετέπειτα διαμόρφωσή μας. Είναι, επομένως, επιτακτικό οι καλύτεροι δάσκαλοι να τυγχάνουν προνομιακής μεταχείρισης σε σχέση με τους λιγότερο καλούς.

Είναι αναμφίβολο πως οι αποφάσεις που θα μετουσιώσουν τις θεμελιώδεις αυτές αρχές σε πράξη δεν είναι ούτε αυτονόητες ούτε εύκολες. Αν όμως δε γίνουν πυξίδα μας, δεν πρόκειται να καταφέρουμε τίποτα.

Εκπαίδευση

Διαβάστηκαν περισσότερο την τελευταία εβδομάδα